ἐγκατάληψις: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0705.png Seite 705]] ἡ, das (in einem Orte) Gefangennehmen; Thuc. 5, 72; bei Luc. Parasit. 4 l. d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0705.png Seite 705]] ἡ, das (in einem Orte) Gefangennehmen; Thuc. 5, 72; bei Luc. Parasit. 4 l. d.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de cerner, d'enfermer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκαταλαμβάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκατάληψις''': -εως, τὸ καταλαμβάνειν ἢ καταλαμβάνεσθαι ἔν τινι τόπῳ, [[αἰχμαλώτισις]], Θουκ. 5. 72· ἡ [[ἐπίσχεσις]] τῶν οὔρων, Ἱππ. 1169Ε ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ἡ [[ἔννοια]] ἀπαιτεῖ τὴν λέξιν [[ἐγκατάλειψις]]).
|lstext='''ἐγκατάληψις''': -εως, τὸ καταλαμβάνειν ἢ καταλαμβάνεσθαι ἔν τινι τόπῳ, [[αἰχμαλώτισις]], Θουκ. 5. 72· ἡ [[ἐπίσχεσις]] τῶν οὔρων, Ἱππ. 1169Ε ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ἡ [[ἔννοια]] ἀπαιτεῖ τὴν λέξιν [[ἐγκατάλειψις]]).
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de cerner, d'enfermer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκαταλαμβάνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκατάληψις Medium diacritics: ἐγκατάληψις Low diacritics: εγκατάληψις Capitals: ΕΓΚΑΤΑΛΗΨΙΣ
Transliteration A: enkatálēpsis Transliteration B: enkatalēpsis Transliteration C: egkatalipsis Beta Code: e)gkata/lhyis

English (LSJ)

εως, ἡ, A catching or being caught in a place, being hemmed in, Th.5.72; suppression of urine, Hp.Epid.6.2.7 (codd.sedleg. ἐγκατάλειψις). 2 concept ( = κατάληψις), Gal.14.685, cf. 19.350.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Alolema(s): -λημψ- Gloss.3.600
1 captura, apresamiento de pers. Th.5.72
fig. captación, aprehensión τέχνη ἐστὶ σύστημα ἐγκαταλήψεων Gal.14.685, 19.350.
2 medic. retención, obstrucción de la orina, Hp.Epid.6.2.7, sinón. de ἐμπύημα y μεσόπλευρον Gloss.l.c.

German (Pape)

[Seite 705] ἡ, das (in einem Orte) Gefangennehmen; Thuc. 5, 72; bei Luc. Parasit. 4 l. d.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de cerner, d'enfermer.
Étymologie: ἐγκαταλαμβάνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατάληψις: -εως, τὸ καταλαμβάνειν ἢ καταλαμβάνεσθαι ἔν τινι τόπῳ, αἰχμαλώτισις, Θουκ. 5. 72· ἡ ἐπίσχεσις τῶν οὔρων, Ἱππ. 1169Ε (ἔνθα ὅμωςἔννοια ἀπαιτεῖ τὴν λέξιν ἐγκατάλειψις).

Greek Monolingual

ἐγκατάληψις, η (Α)
σύλληψη αιχμαλώτων, αιχμαλώτιση.

Greek Monotonic

ἐγκατάληψις: -εως, ἡ, αιχμαλώτιση σ' ένα μέρος, αιχμαλωσία, σύλληψη, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκατάληψις: εως ἡ захват(ывание), пленение Thuc.

Middle Liddell

ἐγ-κατάληψις, εως
a being caught in a place, a being hemmed in, interception, Thuc.