Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐμπέραμος: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0812.png Seite 812]] = [[ἐμπείραμος]]; τινός, Call. Iov. 71; σοφίης Ep. ad. 715. 681 (App. 310. 354). – Adv., Call. lav. Pall. 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0812.png Seite 812]] = [[ἐμπείραμος]]; τινός, Call. Iov. 71; σοφίης Ep. ad. 715. 681 (App. 310. 354). – Adv., Call. lav. Pall. 25.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἐμπείραμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπέρᾰμος''': -ον, = [[ἔμπειρος]], [[ἔμπειρος]] ἐν τῇ χρήσει, [[νηῶν]] Καλλ. εἰς Δία 71· πάσης ἐμπ. σοφίης Ἀνθ. Π. παράρτ. 310, προλ. 354· [[ὡσαύτως]] ἐμπείρᾰμος Λυκόφρ. 1196, Ἀνθ. Π. 10. 14, Μανέθων, κλ.: - Ἐπίρρ. ἐμπεράμως, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 25. Μετεγενεστέρα ποιητ. [[λέξις]].
|lstext='''ἐμπέρᾰμος''': -ον, = [[ἔμπειρος]], [[ἔμπειρος]] ἐν τῇ χρήσει, [[νηῶν]] Καλλ. εἰς Δία 71· πάσης ἐμπ. σοφίης Ἀνθ. Π. παράρτ. 310, προλ. 354· [[ὡσαύτως]] ἐμπείρᾰμος Λυκόφρ. 1196, Ἀνθ. Π. 10. 14, Μανέθων, κλ.: - Ἐπίρρ. ἐμπεράμως, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 25. Μετεγενεστέρα ποιητ. [[λέξις]].
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἐμπείραμος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπέρᾰμος Medium diacritics: ἐμπέραμος Low diacritics: εμπέραμος Capitals: ΕΜΠΕΡΑΜΟΣ
Transliteration A: empéramos Transliteration B: emperamos Transliteration C: emperamos Beta Code: e)mpe/ramos

English (LSJ)

ον,= ἔμπειρος, skilled in the use of, νηῶν Call.Jov.71; πάσης ἐ. σοφίης IG14.1957, cf.888 (Suessa), Arch.Anz.1904.8 (Milet.): abs., ἐμπέραμος φώς Androm. ap. Gal.14.37:—also ἐμπείρᾰμος, Lyc. 1196, Man.4.536, AP10.14 (Agath.), Nonn.D.39.181. Adv. ἐμπεράμως Call.Lav.Pall.25.

Spanish (DGE)

(ἐμπέρᾰμος) -ον
• Alolema(s): ἐμπειρ- IPerinthos 214.1 (I/II d.C.), Lyc.1196, Man.4.536, AP 10.14 (Agath.), Nonn.D.39.181
1 experto, experimentado, buen conocedor c. gen. νεῶν Call.Iou.71, cf. AP l.c., Εἰαονίης ἐ. σοφίης IG 14.888 (Campania III d.C.), παῖδα ... γυμνασίων ἐμπείραμον Ἑρμάωνος IPerinthos l.c., πάλης Lyc.l.c., ὑσμίνης Nonn.l.c., δημοσίων τελέων ἐμπείραμον ἦθος ἔχοντες Man.l.c., abs. φώς Androm.77
subst. οἱ ἐμπέραμοι hombres diestros en su oficio Orác. en Milet 6(2).935.9 (II/III d.C.).
2 adv. -ως de modo experto ἐτρίψατο Call.Lau.Pall.25.

German (Pape)

[Seite 812] = ἐμπείραμος; τινός, Call. Iov. 71; σοφίης Ep. ad. 715. 681 (App. 310. 354). – Adv., Call. lav. Pall. 25.

French (Bailly abrégé)

c. ἐμπείραμος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπέρᾰμος: -ον, = ἔμπειρος, ἔμπειρος ἐν τῇ χρήσει, νηῶν Καλλ. εἰς Δία 71· πάσης ἐμπ. σοφίης Ἀνθ. Π. παράρτ. 310, προλ. 354· ὡσαύτως ἐμπείρᾰμος Λυκόφρ. 1196, Ἀνθ. Π. 10. 14, Μανέθων, κλ.: - Ἐπίρρ. ἐμπεράμως, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 25. Μετεγενεστέρα ποιητ. λέξις.

Greek Monolingual

ἐμπέραμος και ἐμπείραμος, -ον (Α)
έμπειρος.

Greek Monotonic

ἐμπέρᾰμος: -ον, = ἔμπειρος, επιδέξιος, έμπειρος, ικανός στη χρήση ενός πράγματος, με γεν., σε Ανθ.· επίσης, ἐμπείρᾰμος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπέρᾰμος: Anth. = ἐμπείραμος.

Middle Liddell

ἐμπέρᾰμος, ον adj = ἔμπειρος,]
skilled in the use of a thing, c. gen., Anth.; also ἐμπείρᾰμος, Anth.