ἐπίτηκτος: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (Text replacement - "d’o" to "d'o") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0992.png Seite 992]] darauf geschmolzen, angelöthet, bes. von erhabenen Metallarbeiten, die auf größere metallene Gefäße aufgelöthet wurden, vgl. Böckh Staatshaush. II p. 301; [[κύλιξ]] Alexis bei Ath. XI, 471 e; erkünstelt, erheuchelt, verstellt, ἐπίτηκτα φιλοῦσα ἥλως, οὐ κρύπτει πλαστὸν ἔρωτα [[χρόνος]] Mel. 62 (V, 187); vgl. Cic. ad Att. 7, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0992.png Seite 992]] darauf geschmolzen, angelöthet, bes. von erhabenen Metallarbeiten, die auf größere metallene Gefäße aufgelöthet wurden, vgl. Böckh Staatshaush. II p. 301; [[κύλιξ]] Alexis bei Ath. XI, 471 e; erkünstelt, erheuchelt, verstellt, ἐπίτηκτα φιλοῦσα ἥλως, οὐ κρύπτει πλαστὸν ἔρωτα [[χρόνος]] Mel. 62 (V, 187); vgl. Cic. ad Att. 7, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> plaqué (d'or, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> feint, simulé, faux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτήκω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίτηκτος''': -ον, [[ἐπίχρυσος]], στέφανον κύκλῳ ἔχουσα χρυσοῦν· οὐ γὰρ ἐπίτηκτόν τινα Ἄλεξ. ἐν «Ἱππεῖ» 2. 2) κεκαλυμμένος χρυσῷ ἢ ἐπιχρύσοις κοσμήμασι, «sigillis s. emplematis inductus», ὡς ἑρμηνεύει ὁ Böckh, κρατὴρ [[ὑπάργυρος]] ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 150Α. 43· κρατὴρ ἐπ., [[ἐπίχρυσος]], [[αὐτόθι]] 151. 25., 159. 9. ΙΙ. μεταφ., πλαστὸς, [[κίβδηλος]], ἐπίτηκτα φιλεῖν Ἀνθ. Π. 5, 187, πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 7. 1, 5. | |lstext='''ἐπίτηκτος''': -ον, [[ἐπίχρυσος]], στέφανον κύκλῳ ἔχουσα χρυσοῦν· οὐ γὰρ ἐπίτηκτόν τινα Ἄλεξ. ἐν «Ἱππεῖ» 2. 2) κεκαλυμμένος χρυσῷ ἢ ἐπιχρύσοις κοσμήμασι, «sigillis s. emplematis inductus», ὡς ἑρμηνεύει ὁ Böckh, κρατὴρ [[ὑπάργυρος]] ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 150Α. 43· κρατὴρ ἐπ., [[ἐπίχρυσος]], [[αὐτόθι]] 151. 25., 159. 9. ΙΙ. μεταφ., πλαστὸς, [[κίβδηλος]], ἐπίτηκτα φιλεῖν Ἀνθ. Π. 5, 187, πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 7. 1, 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A overlaid with gold, στέφανον χρυσοῦν, οὐ γὰρ ἐπίτηκτόν τινα Alex.96. 2 with gold or gilded ornaments laid on, κρατὴρ ὑπάργυρος ἐ. IG22.1386.16; στλεγγίδιον ἐ. ib.1544.13. II metaph., counterfeit, ἐπίτηκτα φιλεῖν AP5.186 (Mel.); 'veneer', Cic.Att.7.1.5.
German (Pape)
[Seite 992] darauf geschmolzen, angelöthet, bes. von erhabenen Metallarbeiten, die auf größere metallene Gefäße aufgelöthet wurden, vgl. Böckh Staatshaush. II p. 301; κύλιξ Alexis bei Ath. XI, 471 e; erkünstelt, erheuchelt, verstellt, ἐπίτηκτα φιλοῦσα ἥλως, οὐ κρύπτει πλαστὸν ἔρωτα χρόνος Mel. 62 (V, 187); vgl. Cic. ad Att. 7, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 plaqué (d'or, etc.);
2 fig. feint, simulé, faux.
Étymologie: ἐπιτήκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτηκτος: -ον, ἐπίχρυσος, στέφανον κύκλῳ ἔχουσα χρυσοῦν· οὐ γὰρ ἐπίτηκτόν τινα Ἄλεξ. ἐν «Ἱππεῖ» 2. 2) κεκαλυμμένος χρυσῷ ἢ ἐπιχρύσοις κοσμήμασι, «sigillis s. emplematis inductus», ὡς ἑρμηνεύει ὁ Böckh, κρατὴρ ὑπάργυρος ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 150Α. 43· κρατὴρ ἐπ., ἐπίχρυσος, αὐτόθι 151. 25., 159. 9. ΙΙ. μεταφ., πλαστὸς, κίβδηλος, ἐπίτηκτα φιλεῖν Ἀνθ. Π. 5, 187, πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 7. 1, 5.
Greek Monolingual
ἐπίτηκτος, -ον (Α)
1. ο περιχυμένος, καλυμμένος από λειωμένο μέταλλο
2. (ειδ.) επίχρυσος
3. ο καλυμμένος, στολισμένος με χρυσό ή με επίχρυσα κοσμήματα
4. μτφ. τεχνητός, προσποιητός, πλαστός, κίβδηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τηκτός (< τήκω «λειώνω»).
Greek Monotonic
ἐπίτηκτος: -ον, καλυμμένος, επιστρωμένος με χρυσό, επίχρυσος· μεταφ., πλαστός, κίβδηλος, σε Ανθ.
Middle Liddell
overlaid with gold: metaph. counterfeit, Anth. [from ἐπιτήκω