ἐπίχαλκος: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1002.png Seite 1002]] mit Erz, Kupfer überzogen, [[ἀσπίς]] Her. 4, 200; Arist. Vesp. 18; vgl. Poll. 10, 144. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1002.png Seite 1002]] mit Erz, Kupfer überzogen, [[ἀσπίς]] Her. 4, 200; Arist. Vesp. 18; vgl. Poll. 10, 144. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />garni <i>ou</i> couvert d’airain <i>ou</i> de cuivre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χαλκός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίχαλκος''': -ον, κεκαλυμμένος διὰ χαλκοῦ, [[χάλκινος]], ἀσπὶς Ἡρόδ. 4. 200, Ἀριστοφ. Σφ. 18· [[ἐπίχαλκος]] (ἐξυπ. [[ἀσπίς]]), ἡ, τὸ μὲν [[δόρυ]] μετὰ τῆς ἐπιχάλκου πρὸς Πλαταιαῖς ἀπέβαλεν Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἐπίχαλκος]] [[ἀσπίς]]· ἔχει γὰρ χαλκῆν τὴν ἐπιβολήν»· ― ἐπίχαλκον, τό, καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ [[στόμα]] τῶν αὐλῶν, διὰ τὴν φορβειάν, οἱονεὶ ἐπιστομίδα». | |lstext='''ἐπίχαλκος''': -ον, κεκαλυμμένος διὰ χαλκοῦ, [[χάλκινος]], ἀσπὶς Ἡρόδ. 4. 200, Ἀριστοφ. Σφ. 18· [[ἐπίχαλκος]] (ἐξυπ. [[ἀσπίς]]), ἡ, τὸ μὲν [[δόρυ]] μετὰ τῆς ἐπιχάλκου πρὸς Πλαταιαῖς ἀπέβαλεν Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἐπίχαλκος]] [[ἀσπίς]]· ἔχει γὰρ χαλκῆν τὴν ἐπιβολήν»· ― ἐπίχαλκον, τό, καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ [[στόμα]] τῶν αὐλῶν, διὰ τὴν φορβειάν, οἱονεὶ ἐπιστομίδα». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, covered with copper or brass, brazen, ἀσπίς Hdt.4.200, Ar.V.18; στόμα, of a flute-player, Alc.Com.20; ἐπίχαλκος (sc. ἀσπίς), ἡ, Amips. 17.
German (Pape)
[Seite 1002] mit Erz, Kupfer überzogen, ἀσπίς Her. 4, 200; Arist. Vesp. 18; vgl. Poll. 10, 144.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
garni ou couvert d’airain ou de cuivre.
Étymologie: ἐπί, χαλκός.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχαλκος: -ον, κεκαλυμμένος διὰ χαλκοῦ, χάλκινος, ἀσπὶς Ἡρόδ. 4. 200, Ἀριστοφ. Σφ. 18· ἐπίχαλκος (ἐξυπ. ἀσπίς), ἡ, τὸ μὲν δόρυ μετὰ τῆς ἐπιχάλκου πρὸς Πλαταιαῖς ἀπέβαλεν Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπίχαλκος ἀσπίς· ἔχει γὰρ χαλκῆν τὴν ἐπιβολήν»· ― ἐπίχαλκον, τό, καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ στόμα τῶν αὐλῶν, διὰ τὴν φορβειάν, οἱονεὶ ἐπιστομίδα».
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίχαλκος, -ον)
επενδεδυμένος, επιστρωμένος με χαλκό ή με ορείχαλκο (α. «επίχαλκο σκεύος» β. «ἐπίχαλκος ἀσπίς»)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπίχαλκος
η ασπίδα
2. φρ. «ἐπίχαλκον στόμα» — ο αυλητής.
Greek Monotonic
ἐπίχαλκος: -ον, καλυμμένος με χαλκό ή μπρούντζο σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίχαλκος: окованный (обитый, отделанный) медью или бронзой (ἀσπίς Her., Arph.; πέλτη Arst.).
Middle Liddell
ἐπί-χαλκος, ον
covered with copper or brass, Hdt., Ar.