ἐξαμαύρωσις: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0867.png Seite 867]] ἡ, die gänzliche Schwächung, das Aufhören, μετάλλων Plut. def. or. 43.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0867.png Seite 867]] ἡ, die gänzliche Schwächung, das Aufhören, μετάλλων Plut. def. or. 43.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />obscurcissement ; disparition.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀμαυρόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαμαύρωσις''': -εως, [[ἔκλειψις]], ἐντελὴς [[ἐξαφάνισις]] πράγματός τινος, καὶ μετάλλων ἴσμεν ἐξαμαυρώσεις γεγονέναι καινὰς Πλούτ. 434Β.
|lstext='''ἐξαμαύρωσις''': -εως, [[ἔκλειψις]], ἐντελὴς [[ἐξαφάνισις]] πράγματός τινος, καὶ μετάλλων ἴσμεν ἐξαμαυρώσεις γεγονέναι καινὰς Πλούτ. 434Β.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />obscurcissement ; disparition.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀμαυρόω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰμαύρωσις Medium diacritics: ἐξαμαύρωσις Low diacritics: εξαμαύρωσις Capitals: ΕΞΑΜΑΥΡΩΣΙΣ
Transliteration A: examaúrōsis Transliteration B: examaurōsis Transliteration C: eksamayrosis Beta Code: e)camau/rwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, disappearing, μετάλλων Plu.2.434a (pl.).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ desaparición τῶν μετάλλων Plu.2.434a.

German (Pape)

[Seite 867] ἡ, die gänzliche Schwächung, das Aufhören, μετάλλων Plut. def. or. 43.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
obscurcissement ; disparition.
Étymologie: ἐξ, ἀμαυρόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαμαύρωσις: -εως, ἔκλειψις, ἐντελὴς ἐξαφάνισις πράγματός τινος, καὶ μετάλλων ἴσμεν ἐξαμαυρώσεις γεγονέναι καινὰς Πλούτ. 434Β.

Greek Monolingual

ἐξαμαύρωσις, η (Α) εξαμαυρῶ
πλήρης εξαφάνιση, πλήρης ἔλλειψη
(«μετάλλων ἴσμεν ἐξαμαυρώσεις», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰμαύρωσις: εως ἡ pl. исчезновение, истощение (sc. τῶν μετάλλων Plut.).