ὀμματόω: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0332.png Seite 332]] mit Augen versehen, D. Sic. 4, 76 u. a. Sp.; übertr., aufhellen, erklären, ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον, Aesch. Suppl. 462, [[οὔτοι]] φρένα κλέψειαν ὠμματωμένην, Ch. 841. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0332.png Seite 332]] mit Augen versehen, D. Sic. 4, 76 u. a. Sp.; übertr., aufhellen, erklären, ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον, Aesch. Suppl. 462, [[οὔτοι]] φρένα κλέψειαν ὠμματωμένην, Ch. 841. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> donner des yeux à, acc.;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> rendre clairvoyant;<br /><b>2</b> éclaircir.<br />'''Étymologie:''' [[ὄμμα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀμμᾰτόω''': βάλλω εἴς τι ὄμματα, π.χ. εἰς [[ἄγαλμα]], πρῶτος ὀμματώσας (δηλ. ὁ Δαίδαλος τὰ ἀγάλματα) Διόδ. 4. 76. - Παθ., τὸ [[σῶμα]] [[πρόσω]] ὠμμάτωται Πλούτ. παρὰ Στοβ. σ. 40. 3. ΙΙ. μεταφορ., ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον εἰς τοὺς τῆς διανοίας ὀφθαλμούς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 467. - Παθ., φρὴν ὠμματωμένη, [[διάνοια]] εὐφυής, προβλεπτική, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 854. | |lstext='''ὀμμᾰτόω''': βάλλω εἴς τι ὄμματα, π.χ. εἰς [[ἄγαλμα]], πρῶτος ὀμματώσας (δηλ. ὁ Δαίδαλος τὰ ἀγάλματα) Διόδ. 4. 76. - Παθ., τὸ [[σῶμα]] [[πρόσω]] ὠμμάτωται Πλούτ. παρὰ Στοβ. σ. 40. 3. ΙΙ. μεταφορ., ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον εἰς τοὺς τῆς διανοίας ὀφθαλμούς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 467. - Παθ., φρὴν ὠμματωμένη, [[διάνοια]] εὐφυής, προβλεπτική, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 854. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:50, 2 October 2022
English (LSJ)
A furnish with eyes, [ἀγάλματα] D.S.4.76 :—Pass., τὸ σῶμα πρόσω ὠμμάτωται Plu.Fr.inc.91.
2 give sight to, τὰ ὄμματα Zos. Alch.p.117 B.
II metaph., ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον [τὸν λόγον] = made it more clear to the mind's eye, A.Supp.467 :—Pass., φρὴν ὠμματωμένη = a mind quick of sight, Id.Ch.854.
German (Pape)
[Seite 332] mit Augen versehen, D. Sic. 4, 76 u. a. Sp.; übertr., aufhellen, erklären, ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον, Aesch. Suppl. 462, οὔτοι φρένα κλέψειαν ὠμματωμένην, Ch. 841.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. donner des yeux à, acc.;
II. fig. 1 rendre clairvoyant;
2 éclaircir.
Étymologie: ὄμμα.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμμᾰτόω: βάλλω εἴς τι ὄμματα, π.χ. εἰς ἄγαλμα, πρῶτος ὀμματώσας (δηλ. ὁ Δαίδαλος τὰ ἀγάλματα) Διόδ. 4. 76. - Παθ., τὸ σῶμα πρόσω ὠμμάτωται Πλούτ. παρὰ Στοβ. σ. 40. 3. ΙΙ. μεταφορ., ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον εἰς τοὺς τῆς διανοίας ὀφθαλμούς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 467. - Παθ., φρὴν ὠμματωμένη, διάνοια εὐφυής, προβλεπτική, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 854.
Greek Monotonic
ὀμμᾰτόω: μέλ. -ώσω, βάζω σε κάτι μάτια, π.χ. σε αγάλματα — Παθ., φρὴνὠμματωμένη, νόηση προικισμένη με μάτια, με ενορατικές δηλαδή ικανότητες, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀμμᾰτόω:
1) снабжать глазами Diod.;
2) разъяснять (sc. τὸν λόγον Aesch.);
3) прояснять: φρὴν ὠμματωμένη Aesch. ясный разум.
Middle Liddell
ὀμμᾰτόω, fut. -ώσω ὄμμα
to furnish with eyes:—Pass., φρὴν ὠμματωμένη a mind furnished with eyes, quick of sight, Aesch.