ὁμόκεντρος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0337.png Seite 337]] mit gleichem, mit [[einem]] Mittelpunkte, Mathem.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0337.png Seite 337]] mit gleichem, mit [[einem]] Mittelpunkte, Mathem.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a pour centre le même point, concentrique.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[κέντρον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόκεντρος''': -ον, ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ [[κέντρον]] μετά τινος, ἡ γῆ [[ὁμόκεντρος]] τῷ οὐρανῷ μένει Στράβ. 110.
|lstext='''ὁμόκεντρος''': -ον, ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ [[κέντρον]] μετά τινος, ἡ γῆ [[ὁμόκεντρος]] τῷ οὐρανῷ μένει Στράβ. 110.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a pour centre le même point, concentrique.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[κέντρον]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόκεντρος Medium diacritics: ὁμόκεντρος Low diacritics: ομόκεντρος Capitals: ΟΜΟΚΕΝΤΡΟΣ
Transliteration A: homókentros Transliteration B: homokentros Transliteration C: omokentros Beta Code: o(mo/kentros

English (LSJ)

ον, A concentric with, γῆ ὁ. τῷ οὐρανῷ Str.2.5.2, cf. Ptol.Alm.3.3, Theo Sm.p.166 H. II at the same cardinal point, Vett.Val.60.14, Cat.Cod.Astr. 8(4).136.

German (Pape)

[Seite 337] mit gleichem, mit einem Mittelpunkte, Mathem.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a pour centre le même point, concentrique.
Étymologie: ὁμός, κέντρον.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόκεντρος: -ον, ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ κέντρον μετά τινος, ἡ γῆ ὁμόκεντρος τῷ οὐρανῷ μένει Στράβ. 110.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόκεντρος, -ον)
(για σφαίρες, κύκλους, κ.ά σχήματα) αυτός που έχει το ίδιο κέντρο με κάποιον άλλο, ομοκεντρικός («ἡ γῆ ὁμόκεντρος τῷ οὐρανῷ μένει», Στράβ.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ομόκεντρο
το κοινό κέντρο δύο ή περισσότερων κύκλων ή σφαιρών
2. φρ. «ομόκεντρη φωτεινή δέσμη»
φυσ. βλ. ομοκεντρικός
αρχ.
(για αστέρες) αυτοί που περιστρέφονται γύρω από το ίδιο σημείο του ορίζοντα.
επίρρ...
ομοκέντρως και ομόκεντρα
με ομόκεντρο τρόπο, με το ίδιο κέντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κέντρον (πρβλ. μακρό-κεντρος)].

Greek Monotonic

ὁμόκεντρος: -ον (κέντρον), αυτός που έχει το ίδιο κέντρο με κάποιον άλλο, σε Στράβ.

Middle Liddell

ὁμό-κεντρος, ον, κέντρον
concentric with, Strab.