ὑπανάστασις: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1182.png Seite 1182]] ἡ, das Aufstehen von seinem Sitze, um einem Andern Platz zu machen; im plur., Plat. Rep. IV, 425 b; Ggstz [[κατάκλισις]], Arist. eth. Nic. 9, 2, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1182.png Seite 1182]] ἡ, das Aufstehen von seinem Sitze, um einem Andern Platz zu machen; im plur., Plat. Rep. IV, 425 b; Ggstz [[κατάκλισις]], Arist. eth. Nic. 9, 2, 9.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se lever par déférence <i>ou</i> pour faire place à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπανίσταμαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπᾰνάστασις''': -εως, ἡ, τὸ ὑπανίστασθαι πρὸς τιμήν τινος, ὑπαναστάσει τιμᾶν τοὺς πρεσβυτέρους Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 2. 9· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολ. 425Β· ‒ πρβλ. [[ὑπανίσταμαι]] 2.
|lstext='''ὑπᾰνάστασις''': -εως, ἡ, τὸ ὑπανίστασθαι πρὸς τιμήν τινος, ὑπαναστάσει τιμᾶν τοὺς πρεσβυτέρους Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 2. 9· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολ. 425Β· ‒ πρβλ. [[ὑπανίσταμαι]] 2.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se lever par déférence <i>ou</i> pour faire place à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπανίσταμαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:08, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπανάστᾰσις Medium diacritics: ὑπανάστασις Low diacritics: υπανάστασις Capitals: ΥΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: hypanástasis Transliteration B: hypanastasis Transliteration C: ypanastasis Beta Code: u(pana/stasis

English (LSJ)

εως, ἡ, rising up from one's seat, ὑπαναστάσει τιμᾶν τοὺς πρεσβυτέρους Arist.EN1165a28, cf. Phld.Hom.p.36O.: pl., Pl. R.425b, Porph.Abst.2.61: cf. ὑπανίσταμαι 2.

German (Pape)

[Seite 1182] ἡ, das Aufstehen von seinem Sitze, um einem Andern Platz zu machen; im plur., Plat. Rep. IV, 425 b; Ggstz κατάκλισις, Arist. eth. Nic. 9, 2, 9.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se lever par déférence ou pour faire place à qqn.
Étymologie: ὑπανίσταμαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπᾰνάστασις: -εως, ἡ, τὸ ὑπανίστασθαι πρὸς τιμήν τινος, ὑπαναστάσει τιμᾶν τοὺς πρεσβυτέρους Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 2. 9· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολ. 425Β· ‒ πρβλ. ὑπανίσταμαι 2.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α ὑπανίστημι
το να σηκώνεται κανείς από τη θέση του για να καθήσει ένας άλλος («ὑπαναστάσει τιμᾶν τοὺς πρεσβυτέρους», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

ὑπανάστᾰσις: ἡ, το να σηκώνεται κάποιος από τη θέση του, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπανάστᾰσις: εως ἡ вставание Xen., Arst.: ὑπαναστάσεις τῶν νεωτέρων παρὰ πρεσβυτέροις Plat. вставание младших в присутствии старших.

Middle Liddell

ὑπανάστᾰσις, εως,
a rising up from one's seat, Plat.