ὠφελητέος: Difference between revisions
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=w)felhte/os | |Beta Code=w)felhte/os | ||
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[proper to be served]], ὠφελγτέα σοι ἡ πόλις <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.6.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> ὠφελητέον, [[one must serve]], <b class="b3">τὴν πόλιν</b> ib.<span class="bibl">2.1.28</span>.</span> | |Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[proper to be served]], ὠφελγτέα σοι ἡ πόλις <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.6.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> ὠφελητέον, [[one must serve]], <b class="b3">τὴν πόλιν</b> ib.<span class="bibl">2.1.28</span>.</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ὠφελέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠφελητέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν [[εἶναι]] [[ἀναγκαῖον]] ἢ [[πρέπον]] νὰ βοηθήσῃ τις, ὠφελητέα σοι ἡ [[πόλις]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 3. ΙΙ. ὠφελητέον, πρέπει τις νὰ βοηθήσῃ ἢ νὰ ὠφελήσῃ, ὠφ. τὴν πόλιν [[αὐτόθι]] 2. 1, 28. | |lstext='''ὠφελητέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν [[εἶναι]] [[ἀναγκαῖον]] ἢ [[πρέπον]] νὰ βοηθήσῃ τις, ὠφελητέα σοι ἡ [[πόλις]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 3. ΙΙ. ὠφελητέον, πρέπει τις νὰ βοηθήσῃ ἢ νὰ ὠφελήσῃ, ὠφ. τὴν πόλιν [[αὐτόθι]] 2. 1, 28. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:41, 2 October 2022
English (LSJ)
α, ον, A proper to be served, ὠφελγτέα σοι ἡ πόλις X.Mem.3.6.3. II ὠφελητέον, one must serve, τὴν πόλιν ib.2.1.28.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ὠφελέω.
Greek (Liddell-Scott)
ὠφελητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν εἶναι ἀναγκαῖον ἢ πρέπον νὰ βοηθήσῃ τις, ὠφελητέα σοι ἡ πόλις Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 3. ΙΙ. ὠφελητέον, πρέπει τις νὰ βοηθήσῃ ἢ νὰ ὠφελήσῃ, ὠφ. τὴν πόλιν αὐτόθι 2. 1, 28.
Greek Monotonic
ὠφελητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ.,
I. απαραίτητος στην παροχή βοήθειας ή κατάλληλος να βοηθηθεί, σε Ξεν.
II. ὠφελητέον, αυτός που κάποιος πρέπει να βοηθήσει· τὴν πόλιν, στον ίδ.
Middle Liddell
ὠφελητέος, η, ον, verb. adj. of ὠφελέω
I. necessary or proper to be assisted, Xen.
II. ὠφελητέον, one must assist, τὴν πόλιν Xen.