ῥύδην: Difference between revisions
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0850.png Seite 850]] adv., fließend, zufließend, überflüssig, reichlich, in Menge; Hippon. frg. 20 bei Ath. VII, 304 b. wo υ lang ist, u. Welcker daher ῥύδδην, wie [[ἄδδην]] für [[ἄδην]] zu lesen vorschlug; Sp., καὶ [[ἀγεληδόν]], vgl. [[ῥύβδην]], – auch = mit Geräusch. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0850.png Seite 850]] adv., fließend, zufließend, überflüssig, reichlich, in Menge; Hippon. frg. 20 bei Ath. VII, 304 b. wo υ lang ist, u. Welcker daher ῥύδδην, wie [[ἄδδην]] für [[ἄδην]] zu lesen vorschlug; Sp., καὶ [[ἀγεληδόν]], vgl. [[ῥύβδην]], – auch = mit Geräusch. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />avec affluence, en foule, abondamment.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέω]], -δην. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥύδην''': [ῠ], Ἐπίρρ. (ῥέω) «σφοδρῶς καὶ ἀθρόως· [[οὕτως]] Κρατῖνος» Φώτ. ἐν λέξει, ὡς λέγομεν νῦν «τρεχᾶτα», κατὰ ῥοήν, ὡς ῥέει τὸ [[ῥεῦμα]], ἐν εἴδει ὁρμητικῆς ῥοῆς, ἐντόνως καὶ [[ῥύδην]] ἐλαυνόντων Πλουτ. Σύλλ. 21, κτλ. Πρβλ. [[ῥύβδην]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ῥύδην]]· εὐκόλως, ἢ ἀθρόως ἐπιτρέχοντες». | |lstext='''ῥύδην''': [ῠ], Ἐπίρρ. (ῥέω) «σφοδρῶς καὶ ἀθρόως· [[οὕτως]] Κρατῖνος» Φώτ. ἐν λέξει, ὡς λέγομεν νῦν «τρεχᾶτα», κατὰ ῥοήν, ὡς ῥέει τὸ [[ῥεῦμα]], ἐν εἴδει ὁρμητικῆς ῥοῆς, ἐντόνως καὶ [[ῥύδην]] ἐλαυνόντων Πλουτ. Σύλλ. 21, κτλ. Πρβλ. [[ῥύβδην]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ῥύδην]]· εὐκόλως, ἢ ἀθρόως ἐπιτρέχοντες». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:45, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῠ], Adv., (ῥέω) flowingly, i.e. abundantly, lavishly, Cratin. 441, Plu.Sull.21, Caes.29, Luc.39, Eun.VSp.489B., etc.: cf. ῥύβδην.
German (Pape)
[Seite 850] adv., fließend, zufließend, überflüssig, reichlich, in Menge; Hippon. frg. 20 bei Ath. VII, 304 b. wo υ lang ist, u. Welcker daher ῥύδδην, wie ἄδδην für ἄδην zu lesen vorschlug; Sp., καὶ ἀγεληδόν, vgl. ῥύβδην, – auch = mit Geräusch.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec affluence, en foule, abondamment.
Étymologie: ῥέω, -δην.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύδην: [ῠ], Ἐπίρρ. (ῥέω) «σφοδρῶς καὶ ἀθρόως· οὕτως Κρατῖνος» Φώτ. ἐν λέξει, ὡς λέγομεν νῦν «τρεχᾶτα», κατὰ ῥοήν, ὡς ῥέει τὸ ῥεῦμα, ἐν εἴδει ὁρμητικῆς ῥοῆς, ἐντόνως καὶ ῥύδην ἐλαυνόντων Πλουτ. Σύλλ. 21, κτλ. Πρβλ. ῥύβδην. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥύδην· εὐκόλως, ἢ ἀθρόως ἐπιτρέχοντες».
Greek Monolingual
(I)
Α
επίρρ. με ορμητική ροή, με ζωηρή κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυξ- του ῥέω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην)].
(II)
Α
επίρρ. βλ. ῥύβδην.
Greek Monotonic
ῥύδην: [ῠ], επίρρ. (ῥέω), με ελεύθερη, άφθονη ροή, ορμητικά, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ῥύδην: (ῠ) adv. в изобилии, во множестве Plut.
Middle Liddell
[ῥέω]
flowingly, abundantly, Plut.