βούκερως: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0456.png Seite 456]] ων, 1) = [[βουκέραος]], Her. 2, 41; Aesch. Prom. 590 u. sp. D. – 2) = vorigem, Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0456.png Seite 456]] ων, 1) = [[βουκέραος]], Her. 2, 41; Aesch. Prom. 590 u. sp. D. – 2) = vorigem, Diosc.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βούκερως''': -ων, γεν.-ω, ὁ ἔχων κέρατα ὥς τις [[βοῦς]], Ἡρόδ. 2. 41· β. [[παρθένος]], ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Πρ. 588. ΙΙ.=τῷ προηγ., Διοσκ. 2. 124.
|elnltext=[[βούκερως]] -ων, gen. -ω [[βοῦς]], [[κέρας]] met runderhorens.
}}
{{elru
|elrutext='''βούκερως:''' 2, gen. ω украшенный бычачьими или коровьими рогами, волорогий ([[παρθένος]], sc. Ἰώ Aesch.; τῆς Ἴσιος [[ἄγαλμα]] Her.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κέρας]]<br />[[horned]] like an ox or cow, Hdt., Aesch.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 34:
|lsmtext='''βούκερως:''' -ων ([[κέρας]]), γεν. <i>-ω</i>, αυτός που έχει κέρατα όμοια με του βοδιού ή της αγελάδας, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
|lsmtext='''βούκερως:''' -ων ([[κέρας]]), γεν. <i>-ω</i>, αυτός που έχει κέρατα όμοια με του βοδιού ή της αγελάδας, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βούκερως:''' 2, gen. ω украшенный бычачьими или коровьими рогами, волорогий ([[παρθένος]], sc. Ἰώ Aesch.; τῆς Ἴσιος [[ἄγαλμα]] Her.).
|lstext='''βούκερως''': -ων, γεν.-ω, ὁ ἔχων κέρατα ὥς τις [[βοῦς]], Ἡρόδ. 2. 41· β. [[παρθένος]], ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Πρ. 588. ΙΙ.=τῷ προηγ., Διοσκ. 2. 124.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κέρας]]<br />[[horned]] like an ox or cow, Hdt., Aesch.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βούκερως]] -ων, gen. -ω [[βοῦς]], [[κέρας]] met runderhorens.
}}
}}
{{WoodhouseAdverbsReversed
{{WoodhouseAdverbsReversed
|woodadr=[[horned like an ox]]
|woodadr=[[horned like an ox]]
}}
}}

Revision as of 19:56, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούκερως Medium diacritics: βούκερως Low diacritics: βούκερως Capitals: ΒΟΥΚΕΡΩΣ
Transliteration A: boúkerōs Transliteration B: boukerōs Transliteration C: voukeros Beta Code: bou/kerws

English (LSJ)

ων, gen. ω, A horned like an ox or horned like a cow, ἄγαλμα Hdt.2.41; βουκέρως παρθένος, of Io, A. Pr.588 (lyr.); Ἴακχος S.Fr.959. II = βούκερας, fenugreek, Trigonella foenum-graecum Dsc.2.102.

Spanish (DGE)

-ων
• Morfología: [gen. -ω A.Pr.588]
1 de cuernos de vaca o toro παρθένος A.Pr.l.c., Ἴακχος S.Fr.959, τῆς Ἴσιος ἄγαλμα Hdt.2.41, cf. Lib.Or.11.114.
2 subst. ὁ β. bot. fenogreco, alholva Dsc.2.102.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ω;
aux cornes de bœuf.
Étymologie: βοῦς, κέρας.

German (Pape)

[Seite 456] ων, 1) = βουκέραος, Her. 2, 41; Aesch. Prom. 590 u. sp. D. – 2) = vorigem, Diosc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βούκερως -ων, gen. -ω βοῦς, κέρας met runderhorens.

Russian (Dvoretsky)

βούκερως: 2, gen. ω украшенный бычачьими или коровьими рогами, волорогий (παρθένος, sc. Ἰώ Aesch.; τῆς Ἴσιος ἄγαλμα Her.).

Middle Liddell

κέρας
horned like an ox or cow, Hdt., Aesch.

Greek Monolingual

βούκερως, -ων (-ω) και βουκέραος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κέρατα όμοια με του βοδιού
2. φρ. «βούκερως παρθένος» η Ιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -κέρως < γεν. κέρα (σ) ος της λ. κέρας.

Greek Monotonic

βούκερως: -ων (κέρας), γεν. , αυτός που έχει κέρατα όμοια με του βοδιού ή της αγελάδας, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

βούκερως: -ων, γεν.-ω, ὁ ἔχων κέρατα ὥς τις βοῦς, Ἡρόδ. 2. 41· β. παρθένος, ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Πρ. 588. ΙΙ.=τῷ προηγ., Διοσκ. 2. 124.

English (Woodhouse)

horned like an ox

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search