δανειστής: Difference between revisions
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />usurier.<br />'''Étymologie:''' [[δανείζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />usurier.<br />'''Étymologie:''' [[δανείζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=δανειστής -οῦ, ὁ [δανείζω] gelduitlener, geldschieter. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δᾰνειστής:''' οῦ ὁ заимодавец, тж. ростовщик Dem., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''δᾰνειστής:''' -οῦ, ὁ ([[δανείζω]]), αυτός που δανείζει χρήματα (ό,τι και στη Ν.Ε.), [[πιστωτής]], σε Πλούτ., Κ.Δ. | |lsmtext='''δᾰνειστής:''' -οῦ, ὁ ([[δανείζω]]), αυτός που δανείζει χρήματα (ό,τι και στη Ν.Ε.), [[πιστωτής]], σε Πλούτ., Κ.Δ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''δᾰνειστής''': -οῦ, ὁ, ὁ παρέχων χρήματα ὡς [[δάνειον]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2058. 84, Πλούτ. Σόλ. 15, Ν. Δ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:14, 2 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A money-lender or creditor, IPE12.32B84 (Olbia), LXX 4 Ki.4.1, Ev.Luc.7.41, Ph.2.284,al., Hierocl.p.57 A., POxy.68.25 (ii A.D.). II borrower, IG12(7).67.41,68.4 (Amorg.), Plu.Sol.13.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): δανιστ- LXX Pr.29.13, TAM 5(1).231.11 (III d.C.)
1 prestamista o acreedor D.34.7, IEphesos 4A.37, 38 (III a.C.), LXX 4Re.4.1, IPE 12.32B.84 (Olbia III/II a.C.), Ph.2.284, I.AI 9.47, 50, 18.147, Plu.Sol.13, Luc.20, Luc.Cat.17, Eu.Luc.7.41, Artem.3.41, POxy.68.25 (II d.C.), 3741.60 (IV d.C.), PIFAO 3.54.3 (II d.C.), TAM l.c., Alciphr.1.13.1, Hierocl.Facet.50, Iust.Nou.97.3, 119.6
•usurero Plaut.Epid.53, 115, Mos.537, 623, Ps.287, ψιλὸς δ. prestamista que no exige garantía hipotecaria, CPR 1.3.5 (III d.C.) en BL 1.111.
2 prestatario, deudor privado IG 22.1635.80 (IV a.C.), PGrenf.2.21.21 (II a.C.), cf. Hsch.
•comisario del préstamo en representación de la ciudad IG 12(7).67.41, 68.4 (ambas Amorgos IV/III a.C.).
German (Pape)
[Seite 522] ὁ, der Geld auf Zinsen ausleiht, Gläubiger, Dem. 32, 12; Plut. Sol. 13.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
usurier.
Étymologie: δανείζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δανειστής -οῦ, ὁ [δανείζω] gelduitlener, geldschieter.
Russian (Dvoretsky)
δᾰνειστής: οῦ ὁ заимодавец, тж. ростовщик Dem., Plut.
English (Strong)
from δανείζω; a lender: creditor.
Greek Monolingual
ο (θηλ. δανείστρια, η) (AM δανειστής, Μ δανείστρια) δανείζω
αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο
αρχ.
εκείνος που έχει δανειστεί χρήματα.
Greek Monotonic
δᾰνειστής: -οῦ, ὁ (δανείζω), αυτός που δανείζει χρήματα (ό,τι και στη Ν.Ε.), πιστωτής, σε Πλούτ., Κ.Δ.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰνειστής: -οῦ, ὁ, ὁ παρέχων χρήματα ὡς δάνειον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058. 84, Πλούτ. Σόλ. 15, Ν. Δ.
Middle Liddell
δανείζω
a money-lender, Plut., NTest.
Chinese
原文音譯:daneist»j 打尼士帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:借貸(者)
字義溯源:債主,放利者;源自(δανείζω / δανίζω)=有息借貸);而 (δανείζω / δανίζω)出自(δάνειον / δάνιον)=貸款), (δάνειον / δάνιον)又出自(Δανιήλ)X*=禮物)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 債主(1) 路7:41