διαδικαιόω: Difference between revisions

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> διεδικαίουν;<br />regarder comme juste, approuver.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δίκαιος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> διεδικαίουν;<br />regarder comme juste, approuver.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δίκαιος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαδῐκαιόω''': θεωρῶ τι ὡς δίκαιον, Θουκ. 4. 106· [[ὑπερασπίζω]] τι ὡς δίκαιον, τι καὶ ὑπέρ τινος Δίων Κ. 40. 62., 39. 60.
|elnltext=δια-δικαιόω rechtvaardigen.
}}
{{elru
|elrutext='''διαδῐκαιόω:''' [[считать справедливым]], [[одобрять]] (τι Thuc.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαδῐκαιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[θεωρώ]] και υπερασπίζομαι [[κάτι]] ως [[δίκαιο]], σε Θουκ.
|lsmtext='''διαδῐκαιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[θεωρώ]] και υπερασπίζομαι [[κάτι]] ως [[δίκαιο]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαδῐκαιόω:''' [[считать справедливым]], [[одобрять]] (τι Thuc.).
|lstext='''διαδῐκαιόω''': θεωρῶ τι ὡς δίκαιον, Θουκ. 4. 106· [[ὑπερασπίζω]] τι ὡς δίκαιον, τι καὶ ὑπέρ τινος Δίων Κ. 40. 62., 39. 60.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-δικαιόω rechtvaardigen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ώσω<br />to [[hold]] a [[thing]] to be [[right]], Thuc.
|mdlsjtxt=fut. ώσω<br />to [[hold]] a [[thing]] to be [[right]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 20:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδῐκαιόω Medium diacritics: διαδικαιόω Low diacritics: διαδικαιόω Capitals: ΔΙΑΔΙΚΑΙΟΩ
Transliteration A: diadikaióō Transliteration B: diadikaioō Transliteration C: diadikaioo Beta Code: diadikaio/w

English (LSJ)

justify an action, Th.4.106; defend as matter of right, ὑπέρ τινος, D.C.39.60; defend a person's right, τὰ τοῦ Καίσαρος Id.40.62.

Spanish (DGE)

1 tr. propugnar, proponer abiertamente c. ac. de abstr. ἐκ τοῦ φανεροῦ διαδικαιούντων αὐτά Th.4.106, cf. D.C.40.62.2, 46.32.2, Hsch., διεδικαίου δὲ τὴν πράξιν οὐδείς Plb.38.2.14.
2 intr. salir en defensa de, defender ὑπὲρ αὐτοῦ D.C.39.60.1.

German (Pape)

[Seite 576] etwas als Recht vertheidigen, τί, Thuc. 4, 160 u. Sp.; τά τινος, ὑπέρ τινος, D. Cass. 40, 62. 39, 60, durchfechten, vertheidigen.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. διεδικαίουν;
regarder comme juste, approuver.
Étymologie: διά, δίκαιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-δικαιόω rechtvaardigen.

Russian (Dvoretsky)

διαδῐκαιόω: считать справедливым, одобрять (τι Thuc.).

Greek Monotonic

διαδῐκαιόω: μέλ. -ώσω, θεωρώ και υπερασπίζομαι κάτι ως δίκαιο, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

διαδῐκαιόω: θεωρῶ τι ὡς δίκαιον, Θουκ. 4. 106· ὑπερασπίζω τι ὡς δίκαιον, τι καὶ ὑπέρ τινος Δίων Κ. 40. 62., 39. 60.

Middle Liddell

fut. ώσω
to hold a thing to be right, Thuc.