γωνιασμός: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de mesurer au moyen de l'équerre ; <i>fig.</i> action de mesurer (des vers) à l'équerre.<br />'''Étymologie:''' [[γωνία]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de mesurer au moyen de l'équerre ; <i>fig.</i> action de mesurer (des vers) à l'équerre.<br />'''Étymologie:''' [[γωνία]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''γωνιασμός''': ὁ, ῥύθμισις πρὸς τὸ γωνιόμετρον, Λυσ. (Ἀποσπ. 38) παρ’ Ἁρπ. ἐν λ.· μεταφ., ἐπῶν γωνιασμοί, ἡ [[ἀποτέλεσις]] τῶν στίχων διὰ γωνίας καὶ μέτρου, [[ἤτοι]] [[ὑπεράγαν]] τεχνηέντως, Ἀριστοφ. Βατρ. 956.
|elnltext=γωνιασμός -οῦ, ὁ [γωνιάζω] hoekig maken; overdr. van verzen in poëzie.
}}
{{elru
|elrutext='''γωνιασμός:''' ὁ досл. измерение посредством угольника, перен. ирон. сверхтщательная отделка (ἐπῶν γωνιασμοί Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''γωνιασμός:''' ὁ, η [[ρύθμιση]] προς το γωνιόμετρο· <i>ἐπῶν γωνιασμοί</i>, το [[τελείωμα]] των στίχων με [[πολύ]] [[μεγάλη]] [[τέχνη]] (με [[γωνία]] και μέτρο), σε Αριστοφ.
|lsmtext='''γωνιασμός:''' ὁ, η [[ρύθμιση]] προς το γωνιόμετρο· <i>ἐπῶν γωνιασμοί</i>, το [[τελείωμα]] των στίχων με [[πολύ]] [[μεγάλη]] [[τέχνη]] (με [[γωνία]] και μέτρο), σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''γωνιασμός:''' ὁ досл. измерение посредством угольника, перен. ирон. сверхтщательная отделка (ἐπῶν γωνιασμοί Arph.).
|lstext='''γωνιασμός''': ὁ, ῥύθμισις πρὸς τὸ γωνιόμετρον, Λυσ. (Ἀποσπ. 38) παρ’ Ἁρπ. ἐν λ.· μεταφ., ἐπῶν γωνιασμοί, ἡ [[ἀποτέλεσις]] τῶν στίχων διὰ γωνίας καὶ μέτρου, [[ἤτοι]] [[ὑπεράγαν]] τεχνηέντως, Ἀριστοφ. Βατρ. 956.
}}
{{elnl
|elnltext=γωνιασμός -οῦ, [γωνιάζω] hoekig maken; overdr. van verzen in poëzie.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[γωνία]]<br />a squaring the angles: ἐπῶν γωνιασμοί the [[finishing]] of verses by [[square]] and [[rule]], Ar.
|mdlsjtxt=[from [[γωνία]]<br />a squaring the angles: ἐπῶν γωνιασμοί the [[finishing]] of verses by [[square]] and [[rule]], Ar.
}}
}}

Revision as of 20:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γωνιασμός Medium diacritics: γωνιασμός Low diacritics: γωνιασμός Capitals: ΓΩΝΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: gōniasmós Transliteration B: gōniasmos Transliteration C: goniasmos Beta Code: gwniasmo/s

English (LSJ)

ὁ, squaring off corners, Lys.Fr.61; name of a proposition in geometry, Hsch.: metaph., ἐπῶν γὠνιασμοί finishing of verses by square and rule, Ar.Ra.956.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
medición a escuadra Lys.Fr.15.1, def. como τοίχων συμβολὴ ἐγγώνιος Hsch.
fig. ἐπῶν ... γωνιασμοί terminación a escuadra (e.e. forzada) de los versos Ar.Ra.956.

German (Pape)

[Seite 512] ὁ, das Richten, Abmessen, nach dem Winkelmaaß, übertr., ἐπῶν Ar. Ran. 956.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de mesurer au moyen de l'équerre ; fig. action de mesurer (des vers) à l'équerre.
Étymologie: γωνία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γωνιασμός -οῦ, ὁ [γωνιάζω] hoekig maken; overdr. van verzen in poëzie.

Russian (Dvoretsky)

γωνιασμός: ὁ досл. измерение посредством угольника, перен. ирон. сверхтщательная отделка (ἐπῶν γωνιασμοί Arph.).

Greek Monolingual

ο (AM γωνιασμός) γωνιάζω
το γωνίασμα
αρχ.
φρ. «ἐπῶν γωνιασμοί» — υπερβολικά εξεζητημένοι στίχοι.

Greek Monotonic

γωνιασμός: ὁ, η ρύθμιση προς το γωνιόμετρο· ἐπῶν γωνιασμοί, το τελείωμα των στίχων με πολύ μεγάλη τέχνη (με γωνία και μέτρο), σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

γωνιασμός: ὁ, ῥύθμισις πρὸς τὸ γωνιόμετρον, Λυσ. (Ἀποσπ. 38) παρ’ Ἁρπ. ἐν λ.· μεταφ., ἐπῶν γωνιασμοί, ἡ ἀποτέλεσις τῶν στίχων διὰ γωνίας καὶ μέτρου, ἤτοι ὑπεράγαν τεχνηέντως, Ἀριστοφ. Βατρ. 956.

Middle Liddell

[from γωνία
a squaring the angles: ἐπῶν γωνιασμοί the finishing of verses by square and rule, Ar.