κατάπλασμα: Difference between revisions
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] τό, das Aufgestrichene, bes. Salbe, Pflaster, Theophr. u. Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] τό, das Aufgestrichene, bes. Salbe, Pflaster, Theophr. u. Medic. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κατάπλασμα -ματος, τό [καταπλάττω] geneesk. papomslag, cataplasma. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάπλασμα:''' ατος τό пластырь, (целебная) мазь Arst., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[κατάπλασμα]], Α ιων. τ. [[καταπλαστύς]], ή) [[καταπλάσσω]]<br /><b>ιατρ.</b> θεραπευτικό [[επίθεμα]], [[έμπλαστρο]], [[σκεύασμα]] πολτώδες, που αποτελείται από ποικίλα φαρμακευτικά διαλύματα, περιβάλλεται από ύφασμα [[λεπτό]] και διαπερατό στην [[υγρασία]] και ενεργεί θεραπευτικώς ή αναλγητικώς τοποθετούμενο [[πάνω]] σε πάσχον [[σημείο]] του σώματος<br /><b>μσν.</b><br />μαγικό [[κατασκεύασμα]]. | |mltxt=το (AM [[κατάπλασμα]], Α ιων. τ. [[καταπλαστύς]], ή) [[καταπλάσσω]]<br /><b>ιατρ.</b> θεραπευτικό [[επίθεμα]], [[έμπλαστρο]], [[σκεύασμα]] πολτώδες, που αποτελείται από ποικίλα φαρμακευτικά διαλύματα, περιβάλλεται από ύφασμα [[λεπτό]] και διαπερατό στην [[υγρασία]] και ενεργεί θεραπευτικώς ή αναλγητικώς τοποθετούμενο [[πάνω]] σε πάσχον [[σημείο]] του σώματος<br /><b>μσν.</b><br />μαγικό [[κατασκεύασμα]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κατάπλασμα''': τὸ, ἰατρικὸν [[ὅπερ]] καταπλάσσεται, τὸ ἔμπλαστρον, κ. μετ’ ἀλφίτων Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 4· τὰ καταπλάσματα, ἃ καὶ μαλάγματά τινες καλοῦσιν ὁ αὐτ. π. Ὀσμ. 61, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 806, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 12, Ἀριστ. Προβλ. 1, 30, κτλ., πρβλ. [[καταπλαστός]]. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[poultice]] | |woodrun=[[poultice]] | ||
}} | }} |
Revision as of 20:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, plaster, poultice, Hp.Art.40 (pl.), Ar.Fr.320.12, Arist.Pr.863a6, Thphr.HP9.11.4, Od.59, PLit.Lond. 170 (pl., i A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1370] τό, das Aufgestrichene, bes. Salbe, Pflaster, Theophr. u. Medic.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάπλασμα -ματος, τό [καταπλάττω] geneesk. papomslag, cataplasma.
Russian (Dvoretsky)
κατάπλασμα: ατος τό пластырь, (целебная) мазь Arst., Plut.
Greek Monolingual
το (AM κατάπλασμα, Α ιων. τ. καταπλαστύς, ή) καταπλάσσω
ιατρ. θεραπευτικό επίθεμα, έμπλαστρο, σκεύασμα πολτώδες, που αποτελείται από ποικίλα φαρμακευτικά διαλύματα, περιβάλλεται από ύφασμα λεπτό και διαπερατό στην υγρασία και ενεργεί θεραπευτικώς ή αναλγητικώς τοποθετούμενο πάνω σε πάσχον σημείο του σώματος
μσν.
μαγικό κατασκεύασμα.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπλασμα: τὸ, ἰατρικὸν ὅπερ καταπλάσσεται, τὸ ἔμπλαστρον, κ. μετ’ ἀλφίτων Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 4· τὰ καταπλάσματα, ἃ καὶ μαλάγματά τινες καλοῦσιν ὁ αὐτ. π. Ὀσμ. 61, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 806, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 12, Ἀριστ. Προβλ. 1, 30, κτλ., πρβλ. καταπλαστός.