καλυπτός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> couvert de, τινι;<br /><b>2</b> qui recouvre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[καλύπτω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> couvert de, τινι;<br /><b>2</b> qui recouvre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[καλύπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κᾰλυπτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κεκαλυμμένος, Σοφ. Ἀποσπ. 479, Ἀριστοφ. Θεσμ. 890. ΙΙ. (Ἐκ τοῦ [[καλύπτω]] ΙΙ) περιτεθειμένος [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ καλύπτῃ, Λατ. circumdatus, καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς, ἐκ τοῦ περικαλύπτοντος πάχους, Σοφ. Ἀντ. 1011.
|elnltext=καλυπτός --όν [καλύπτω] omhuld. omhullend:. καλυπτῆς... πιμελῆς het vet dat (de schenkelstukken) omhulde Soph. Ant. 1011.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰλυπτός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[закрытый]], [[окутанный]] (φάρει Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[закрывающий]], [[покрывающий]]: καλυπτὴ [[πιμελή]] Soph. обволакивающий (члены жертвенного животного) жир.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κᾰλυπτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[καλύπτω]] II, αυτός που έχει τεθεί γύρω γύρω έτσι ώστε να καλύπτει, σε Σοφ.
|lsmtext='''κᾰλυπτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[καλύπτω]] II, αυτός που έχει τεθεί γύρω γύρω έτσι ώστε να καλύπτει, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰλυπτός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[закрытый]], [[окутанный]] (φάρει Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[закрывающий]], [[покрывающий]]: καλυπτὴ [[πιμελή]] Soph. обволакивающий (члены жертвенного животного) жир.
|lstext='''κᾰλυπτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κεκαλυμμένος, Σοφ. Ἀποσπ. 479, Ἀριστοφ. Θεσμ. 890. ΙΙ. (Ἐκ τοῦ [[καλύπτω]] ΙΙ) περιτεθειμένος [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ καλύπτῃ, Λατ. circumdatus, καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς, ἐκ τοῦ περικαλύπτοντος πάχους, Σοφ. Ἀντ. 1011.
}}
{{elnl
|elnltext=καλυπτός -ή -όν [καλύπτω] omhuld. omhullend:. καλυπτῆς... πιμελῆς het vet dat (de schenkelstukken) omhulde Soph. Ant. 1011.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλυπτός Medium diacritics: καλυπτός Low diacritics: καλυπτός Capitals: ΚΑΛΥΠΤΟΣ
Transliteration A: kalyptós Transliteration B: kalyptos Transliteration C: kalyptos Beta Code: kalupto/s

English (LSJ)

ή, όν, A covered, S.Fr.534.4 (anap.), Ar.Th.890, Arist. Fr.308; τεύτλῳ περὶ σῶμα κ. Eub.35. II (from καλύπτω ΙΙ) put round so as to cover, καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς from the enfolding fat, S.Ant.1011.

German (Pape)

[Seite 1315] adj. verb. zu καλύπτω, verhüllt, verdeckt, φάρει καλ. Ar. Th. 890; μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς, fielen aus der Umhüllung des Fettes, aus dem umgewickelten Fette, Soph. Ant. 908.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 couvert de, τινι;
2 qui recouvre.
Étymologie: adj. verb. de καλύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλυπτός -ή -όν [καλύπτω] omhuld. omhullend:. καλυπτῆς... πιμελῆς het vet dat (de schenkelstukken) omhulde Soph. Ant. 1011.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλυπτός:
1) закрытый, окутанный (φάρει Arph.);
2) закрывающий, покрывающий: καλυπτὴ πιμελή Soph. обволакивающий (члены жертвенного животного) жир.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α καλυπτός, -ή, -όν) καλύπτω
καλυμμένος, σκεπασμένος («φάρει καλυπτός», Αριστοφ.)
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να καλυφθεί
αρχ.
αυτός που τοποθετείται ή που περιτυλίγεται με τρόπο ώστε να καλύπτει.

Greek Monotonic

κᾰλυπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του καλύπτω II, αυτός που έχει τεθεί γύρω γύρω έτσι ώστε να καλύπτει, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλυπτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κεκαλυμμένος, Σοφ. Ἀποσπ. 479, Ἀριστοφ. Θεσμ. 890. ΙΙ. (Ἐκ τοῦ καλύπτω ΙΙ) περιτεθειμένος οὕτως ὥστε νὰ καλύπτῃ, Λατ. circumdatus, καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς, ἐκ τοῦ περικαλύπτοντος πάχους, Σοφ. Ἀντ. 1011.

Middle Liddell

κᾰλυπτός, ή, όν verb. adj. of καλύπτω II,]
put round so as to cover, enfolding, enveloping, Soph.

English (Woodhouse)

veiled

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)