κακόκνημος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />aux vilaines jambes.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[κνήμη]].
|btext=ος, ον :<br />aux vilaines jambes.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[κνήμη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κᾰκόκνημος''': Δωρ. -κνᾱμος, ον, ([[κνήμη]]) ἔχων ἀσθενεῖς, λεπτὰς κνήμας, Θεόκρ. 2. 63, Καλλ. ἐν Α. Β. 1188, Ἡσύχ.
|elnltext=κακόκνημος -ον, Dor. κακόκναμος [κακός, κνήμη] met spillebenen.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκόκνημος:''' дор. κακόκνᾱμος 2 с некрасивыми икрами, тонконогий ([[Πάν]] Theocr.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κᾰκόκνημος:''' Δωρ. -κνᾱμος, -ον ([[κνήμη]]), αυτός που έχει αδύναμες κνήμες, που έχει λεπτές κνήμες, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''κᾰκόκνημος:''' Δωρ. -κνᾱμος, -ον ([[κνήμη]]), αυτός που έχει αδύναμες κνήμες, που έχει λεπτές κνήμες, σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰκόκνημος:''' дор. κακόκνᾱμος 2 с некрасивыми икрами, тонконогий ([[Πάν]] Theocr.).
|lstext='''κᾰκόκνημος''': Δωρ. -κνᾱμος, ον, ([[κνήμη]]) ἔχων ἀσθενεῖς, λεπτὰς κνήμας, Θεόκρ. 2. 63, Καλλ. ἐν Α. Β. 1188, Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=κακόκνημος -ον, Dor. κακόκναμος [κακός, κνήμη] met spillebenen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κνήμη]]<br />[[weak]]-legged, [[thin]]-legged, Theocr.
|mdlsjtxt=[[κνήμη]]<br />[[weak]]-legged, [[thin]]-legged, Theocr.
}}
}}

Revision as of 20:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόκνημος Medium diacritics: κακόκνημος Low diacritics: κακόκνημος Capitals: ΚΑΚΟΚΝΗΜΟΣ
Transliteration A: kakóknēmos Transliteration B: kakoknēmos Transliteration C: kakoknimos Beta Code: kako/knhmos

English (LSJ)

Dor. κᾰκό-κνᾱμος, ον, (κνήμη) weak-legged, thin-legged, Theoc.4.63, Call.Fr.472.

German (Pape)

[Seite 1300] mit schlechten Waden; Callim. in B. A. 1188; Schol. Ar. Av. 1569; in der Form κακόκναμος, vom Pan, Theocr. 4, 63.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux vilaines jambes.
Étymologie: κακός, κνήμη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόκνημος -ον, Dor. κακόκναμος [κακός, κνήμη] met spillebenen.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόκνημος: дор. κακόκνᾱμος 2 с некрасивыми икрами, тонконогий (Πάν Theocr.).

Greek Monolingual

κακόκνημος, δωρ. τ. κακόκναμος, -ον (Α)
αυτός που έχει αδύνατες, ισχνές κνήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + κνήμη.

Greek Monotonic

κᾰκόκνημος: Δωρ. -κνᾱμος, -ον (κνήμη), αυτός που έχει αδύναμες κνήμες, που έχει λεπτές κνήμες, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόκνημος: Δωρ. -κνᾱμος, ον, (κνήμη) ἔχων ἀσθενεῖς, λεπτὰς κνήμας, Θεόκρ. 2. 63, Καλλ. ἐν Α. Β. 1188, Ἡσύχ.

Middle Liddell

κνήμη
weak-legged, thin-legged, Theocr.