κορίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=caresser comme fait une jeune fille, cajoler, câliner.<br />'''Étymologie:''' [[κόρη]].
|btext=caresser comme fait une jeune fille, cajoler, câliner.<br />'''Étymologie:''' [[κόρη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κορίζομαι''': ([[κόρη]], [[κόριον]]) ἀποθ., περιποιοῦμαι, [[θωπεύω]], [[κολακεύω]] καὶ ὑποκοριστικῶς καλῶ, «χαϊδεύω», Ἀριστοφ. Νεφ. 68· ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης [[εἶναι]] συχνότερον τὸ [[ὑποκορίζομαι]]· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[κουρίζω]].
|elnltext=κορίζομαι [κόρη] lieve woordjes zeggen.
}}
{{elru
|elrutext='''κορίζομαι:''' по-девичьи ласкаться Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κορίζομαι:''' ([[κόρη]]), αποθ., [[περιποιούμαι]], [[θωπεύω]], [[κολακεύω]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κορίζομαι:''' ([[κόρη]]), αποθ., [[περιποιούμαι]], [[θωπεύω]], [[κολακεύω]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κορίζομαι:''' по-девичьи ласкаться Arph.
|lstext='''κορίζομαι''': ([[κόρη]], [[κόριον]]) ἀποθ., περιποιοῦμαι, [[θωπεύω]], [[κολακεύω]] καὶ ὑποκοριστικῶς καλῶ, «χαϊδεύω», Ἀριστοφ. Νεφ. 68· ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης [[εἶναι]] συχνότερον τὸ [[ὑποκορίζομαι]]· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[κουρίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κορίζομαι [κόρη] lieve woordjes zeggen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κορίζομαι]], [[κόρη]]<br />Dep. to [[fondle]], [[caress]], [[coax]], Ar.
|mdlsjtxt=[[κορίζομαι]], [[κόρη]]<br />Dep. to [[fondle]], [[caress]], [[coax]], Ar.
}}
}}

Revision as of 20:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορίζομαι Medium diacritics: κορίζομαι Low diacritics: κορίζομαι Capitals: ΚΟΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: korízomai Transliteration B: korizomai Transliteration C: korizomai Beta Code: kori/zomai

English (LSJ)

(κόρη, κόριον A) fondle, caress, Ar.Nu.68; cf. ὑποκορίζομαι, κουρίζω (A).

French (Bailly abrégé)

caresser comme fait une jeune fille, cajoler, câliner.
Étymologie: κόρη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορίζομαι [κόρη] lieve woordjes zeggen.

Russian (Dvoretsky)

κορίζομαι: по-девичьи ласкаться Arph.

Greek Monolingual

κορίζομαι (ΑM) κόρη
θωπεύω, χαϊδεύω, περιποιούμαι, καλοπιάνω, κολακεύω («τοῦτον τὸν υἱὸν λαμβάνουσ' ἐκορίζετο», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

κορίζομαι: (κόρη), αποθ., περιποιούμαι, θωπεύω, κολακεύω, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κορίζομαι: (κόρη, κόριον) ἀποθ., περιποιοῦμαι, θωπεύω, κολακεύω καὶ ὑποκοριστικῶς καλῶ, «χαϊδεύω», Ἀριστοφ. Νεφ. 68· ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης εἶναι συχνότερον τὸ ὑποκορίζομαι· πρβλ. ὡσαύτως κουρίζω.

Middle Liddell

κορίζομαι, κόρη
Dep. to fondle, caress, coax, Ar.