κωλυτικός: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />capable d'empêcher, de mettre obstacle à, <i>gén;<br />Cp.</i> κωλυτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[κωλύω]].
|btext=ή, όν :<br />capable d'empêcher, de mettre obstacle à, <i>gén;<br />Cp.</i> κωλυτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[κωλύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κωλῡτικός''': -ή, -όν, ὡς τὸ [[κωλυτήριος]], ἐμποδίζων, κωλύων, τινός, ἀπό τινος πράγματος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 7, Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 2, Ἠθ. Ν. 1.6, 8, κ. ἀλλ.
|elnltext=κωλυτικός -ή -όν [κωλύω] verhinderend, met gen.: διὸ κωλυτικὰ μὲν ἐλέου πάντα ταῦτ’ ἐστί daarom vormen al deze zaken een obstakel voor medelijden Aristot. Rh. 1387a3.
}}
{{elru
|elrutext='''κωλῡτικός:''' [[препятствующий]], [[мешающий]]: κωλυτικώτερόν τι Xen. большая помеха; τὰ κωλυτικὰ τῶν ἐναντίων Arst. обстоятельства, препятствующие возникновению противоположных качеств.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κωλῡτικός:''' -ή, -όν, παρακωλυτικός, [[προληπτικός]], σε Ξεν.
|lsmtext='''κωλῡτικός:''' -ή, -όν, παρακωλυτικός, [[προληπτικός]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κωλῡτικός:''' [[препятствующий]], [[мешающий]]: κωλυτικώτερόν τι Xen. большая помеха; τὰ κωλυτικὰ τῶν ἐναντίων Arst. обстоятельства, препятствующие возникновению противоположных качеств.
|lstext='''κωλῡτικός''': -ή, -όν, ὡς τὸ [[κωλυτήριος]], ἐμποδίζων, κωλύων, τινός, ἀπό τινος πράγματος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 7, Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 2, Ἠθ. Ν. 1.6, 8, κ. ἀλλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κωλυτικός -ή -όν [κωλύω] verhinderend, met gen.: διὸ κωλυτικὰ μὲν ἐλέου πάντα ταῦτ’ ἐστί daarom vormen al deze zaken een obstakel voor medelijden Aristot. Rh. 1387a3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κωλῡτικός, ή, όν<br />[[preventive]], Xen. [from [[κωλύω]]
|mdlsjtxt=κωλῡτικός, ή, όν<br />[[preventive]], Xen. [from [[κωλύω]]
}}
}}

Revision as of 20:57, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωλῡτικός Medium diacritics: κωλυτικός Low diacritics: κωλυτικός Capitals: ΚΩΛΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kōlytikós Transliteration B: kōlytikos Transliteration C: kolytikos Beta Code: kwlutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, preventive, τινος of a thing, X.Mem.4.5.7 (Comp.), Arist.Rh.1362a29, EN1096b12, Thphr.Ign.45, Epicur.Ep.2p.52U., Porph.Abst.2.47: abs., in Astrol., ἀστὴρ ἄπρακτος καὶ κ. Vett.Val.178.30.

German (Pape)

[Seite 1543] zum Verhindern, Hemmen geschickt, geeignet; τὰ κωλυτικὰ τῶν ἐναντίων Arist. rhet. 1, 6; τῆς φθορᾶς de anim. 1, 1; Sp.; – compar., τοῦ δ' ἐπιμελεῖσθαι οἴει τι κωλυτικώτερον ἀκρασίας εἶναι Xen. Mem. 4, 5, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
capable d'empêcher, de mettre obstacle à, gén;
Cp.
κωλυτικώτερος.
Étymologie: κωλύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωλυτικός -ή -όν [κωλύω] verhinderend, met gen.: διὸ κωλυτικὰ μὲν ἐλέου πάντα ταῦτ’ ἐστί daarom vormen al deze zaken een obstakel voor medelijden Aristot. Rh. 1387a3.

Russian (Dvoretsky)

κωλῡτικός: препятствующий, мешающий: κωλυτικώτερόν τι Xen. большая помеха; τὰ κωλυτικὰ τῶν ἐναντίων Arst. обстоятельства, препятствующие возникновению противоположных качеств.

Greek Monolingual

κωλυτικός, -ή, -όν (AM) κωλύω
ο κατάλληλος να εμποδίσει κάτι ή κάποιον από κάτι άλλο («τοῦ δ' ἐπιμελεῖσθαι ὧν προσήκει οἴει τι κωλυτικώτερον εἶναι ἀκρασίας;», Ξεν.).
επίρρ...
κωλυτικῶς
με παρεμποδιστικό τρόπο.

Greek Monotonic

κωλῡτικός: -ή, -όν, παρακωλυτικός, προληπτικός, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κωλῡτικός: -ή, -όν, ὡς τὸ κωλυτήριος, ἐμποδίζων, κωλύων, τινός, ἀπό τινος πράγματος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 7, Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 2, Ἠθ. Ν. 1.6, 8, κ. ἀλλ.

Middle Liddell

κωλῡτικός, ή, όν
preventive, Xen. [from κωλύω