κρόμυον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<i>poét. c.</i> [[κρόμμυον]].
|btext=<i>poét. c.</i> [[κρόμμυον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κρόμυον''': τό, «κρομμύδι», κρομύοιο λόπον Ὀδ. Τ. 233· ἐσθιόμενον ὡς [[προσφάγιον]], [[κρόμυον]] ποτῷ [[ὄψον]] Ἰλ. Λ. 630· ― [[μετέπειτα]] ἀείποτε [[κρόμμυον]], διὰ δύο μ, Ἡρόδ. 2. 125., 4. 17, καὶ συχν. παρ’ Ἀριστοφ. (ἂν καὶ οἱ Ἀντιγραφ. [[συχνάκις]] γράφουσι [[κρόμυον]] δι’ ἑνὸς μ)· [[κελεύω]] κρόμμυα ἐσθίειν, = κλαίειν [[κελεύω]], Βίας παρὰ Διογ. Λ. 1. 83. ΙΙ. τὰ κρόμμυα, ἡ τῶν κρομμύων [[ἀγορά]], Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 5. ― Πρβλ. [[σκόροδον]].
|elnltext=κρόμυον, τό ep. Ion. voor κρόμμυον.
}}
{{elru
|elrutext='''κρόμυον:''' τό эп. = [[κρόμμυον]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κρόμυον:''' τό, [[κρεμμύδι]], σε Όμηρ.· μεταγεν. [[κρόμμυον]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.
|lsmtext='''κρόμυον:''' τό, [[κρεμμύδι]], σε Όμηρ.· μεταγεν. [[κρόμμυον]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρόμυον:''' τό эп. = [[κρόμμυον]].
|lstext='''κρόμυον''': τό, «κρομμύδι», κρομύοιο λόπον Ὀδ. Τ. 233· ἐσθιόμενον ὡς [[προσφάγιον]], [[κρόμυον]] ποτῷ [[ὄψον]] Ἰλ. Λ. 630· ― [[μετέπειτα]] ἀείποτε [[κρόμμυον]], διὰ δύο μ, Ἡρόδ. 2. 125., 4. 17, καὶ συχν. παρ’ Ἀριστοφ. (ἂν καὶ οἱ Ἀντιγραφ. [[συχνάκις]] γράφουσι [[κρόμυον]] δι’ ἑνὸς μ)· [[κελεύω]] κρόμμυα ἐσθίειν, = κλαίειν [[κελεύω]], Βίας παρὰ Διογ. Λ. 1. 83. ΙΙ. τὰ κρόμμυα, ἡ τῶν κρομμύων [[ἀγορά]], Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 5. ― Πρβλ. [[σκόροδον]].
}}
{{elnl
|elnltext=κρόμυον, τό ep. Ion. voor κρόμμυον.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κρόμυον]], ου, τό,<br />an [[onion]], Hom.:—[[later]] [[κρόμμυον]], Hdt., Ar.
|mdlsjtxt=[[κρόμυον]], ου, τό,<br />an [[onion]], Hom.:—[[later]] [[κρόμμυον]], Hdt., Ar.
}}
}}

Revision as of 21:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρόμῠον Medium diacritics: κρόμυον Low diacritics: κρόμυον Capitals: ΚΡΟΜΥΟΝ
Transliteration A: krómyon Transliteration B: kromyon Transliteration C: kromyon Beta Code: kro/muon

English (LSJ)

v. κρόμμυον.

French (Bailly abrégé)

poét. c. κρόμμυον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρόμυον, τό ep. Ion. voor κρόμμυον.

Russian (Dvoretsky)

κρόμυον: τό эп. = κρόμμυον.

English (Autenrieth)

onion.

Greek Monotonic

κρόμυον: τό, κρεμμύδι, σε Όμηρ.· μεταγεν. κρόμμυον, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κρόμυον: τό, «κρομμύδι», κρομύοιο λόπον Ὀδ. Τ. 233· ἐσθιόμενον ὡς προσφάγιον, κρόμυον ποτῷ ὄψον Ἰλ. Λ. 630· ― μετέπειτα ἀείποτε κρόμμυον, διὰ δύο μ, Ἡρόδ. 2. 125., 4. 17, καὶ συχν. παρ’ Ἀριστοφ. (ἂν καὶ οἱ Ἀντιγραφ. συχνάκις γράφουσι κρόμυον δι’ ἑνὸς μ)· κελεύω κρόμμυα ἐσθίειν, = κλαίειν κελεύω, Βίας παρὰ Διογ. Λ. 1. 83. ΙΙ. τὰ κρόμμυα, ἡ τῶν κρομμύων ἀγορά, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 5. ― Πρβλ. σκόροδον.

Middle Liddell

κρόμυον, ου, τό,
an onion, Hom.:—later κρόμμυον, Hdt., Ar.