πιθών: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0614.png Seite 614]] ὁ, = [[πιθεών]], Phereer. bei Poll. 7, 163.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0614.png Seite 614]] ὁ, = [[πιθεών]], Phereer. bei Poll. 7, 163.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πῑθών''': -ῶνος, ὁ ([[πίθος]]) [[τόπος]] [[πλήρης]] [[πίθων]], [[ἀποθήκη]], Φιρεκράτης ἐν «Πετάλῃ» 5, Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 29: [[πιθεών]], παρὰ Διοδ. 13. 83, Ἀνθ. Π. 9. 403, Γεωπ. 6. 12, 3· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 166.
|elnltext=πιθών ptc. aor. act. van πείθω.
}}
{{elru
|elrutext='''πιθών:''' Pind. part. aor. 2 к [[πείθω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''πῐθών:''' -ῶνος, ὁ ([[πίθος]]), [[υπόγειο]], [[αποθήκη]], σε Ανθ.<br /><b class="num">• πῐθών:</b> μτχ. αορ. βʹ του [[πείθω]].
|lsmtext='''πῐθών:''' -ῶνος, ὁ ([[πίθος]]), [[υπόγειο]], [[αποθήκη]], σε Ανθ.<br /><b class="num">• πῐθών:</b> μτχ. αορ. βʹ του [[πείθω]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πιθών:''' Pind. part. aor. 2 к [[πείθω]].
|lstext='''πῑθών''': -ῶνος, ὁ ([[πίθος]]) [[τόπος]] [[πλήρης]] [[πίθων]], [[ἀποθήκη]], Φιρεκράτης ἐν «Πετάλῃ» 5, Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 29: [[πιθεών]], παρὰ Διοδ. 13. 83, Ἀνθ. Π. 9. 403, Γεωπ. 6. 12, 3· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 166.
}}
{{elnl
|elnltext=πιθών ptc. aor. act. van πείθω.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πῐθών, ῶνος, ὁ, [[πίθος]]<br />a [[cellar]], Anth.
|mdlsjtxt=πῐθών, ῶνος, ὁ, [[πίθος]]<br />a [[cellar]], Anth.
}}
}}

Revision as of 21:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθών Medium diacritics: πιθών Low diacritics: πιθών Capitals: ΠΙΘΩΝ
Transliteration A: pithṓn Transliteration B: pithōn Transliteration C: pithon Beta Code: piqw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, (πίθος) A cellar, Pherecr.138, Eup.111, IG11(2).287 A 168 (Delos, iii B.C.), 12(5).872.52 (Tenos, iii B.C.(?)); cf. πιθεών.
πῐθών, aor. 2 part. of πείθω, Pi.P.3.28.

German (Pape)

[Seite 614] ὁ, = πιθεών, Phereer. bei Poll. 7, 163.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιθών ptc. aor. act. van πείθω.

Russian (Dvoretsky)

πιθών: Pind. part. aor. 2 к πείθω.

Greek Monolingual

και πιθεών, -ῶνος, ὁ, ΜΑ
ο τόπος όπου αποθηκεύονταν τα πιθάρια με τη σοδειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθος «πιθάρι» + επίθημα -εών/-ών (πρβλ. αμπελ-ών)].

Greek Monotonic

πῐθών: -ῶνος, ὁ (πίθος), υπόγειο, αποθήκη, σε Ανθ.
• πῐθών: μτχ. αορ. βʹ του πείθω.

Greek (Liddell-Scott)

πῑθών: -ῶνος, ὁ (πίθος) τόπος πλήρης πίθων, ἀποθήκη, Φιρεκράτης ἐν «Πετάλῃ» 5, Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 29: πιθεών, παρὰ Διοδ. 13. 83, Ἀνθ. Π. 9. 403, Γεωπ. 6. 12, 3· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 166.

Middle Liddell

πῐθών, ῶνος, ὁ, πίθος
a cellar, Anth.