πολυάργυρος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui possède <i>ou</i> contient beaucoup d'argent;<br /><i>Sp.</i> πολυαργυρώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἄργυρος]].
|btext=ος, ον :<br />qui possède <i>ou</i> contient beaucoup d'argent;<br /><i>Sp.</i> πολυαργυρώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἄργυρος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολυάργῠρος''': -ον, ὁ ἔχων πολὺν ἄργυρον, [[πλούσιος]] εἰς ἄργυρον, πολυαργυρώτατοι, ἐπὶ τῶν Λυδῶν, Ἡρόδ. 5. 19· ἐπὶ τόπων, Διόδ. 5. 36· οἶκοι Πλουτ. Λυσάνδ. καὶ Σύλλ. Σύγκρ. 3.
|elnltext=πολυάργυρος -ον [πολύς, ἄργυρος] rijk aan zilver.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυάργῠρος:''' [[богатый серебром]] (Λυδοί Her.; [[οἶκοι]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολυάργῠρος:''' -ον, [[πλούσιος]] σε άργυρο, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πολυάργῠρος:''' -ον, [[πλούσιος]] σε άργυρο, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολυάργῠρος:''' [[богатый серебром]] (Λυδοί Her.; [[οἶκοι]] Plut.).
|lstext='''πολυάργῠρος''': -ον, ὁ ἔχων πολὺν ἄργυρον, [[πλούσιος]] εἰς ἄργυρον, πολυαργυρώτατοι, ἐπὶ τῶν Λυδῶν, Ἡρόδ. 5. 19· ἐπὶ τόπων, Διόδ. 5. 36· οἶκοι Πλουτ. Λυσάνδ. καὶ Σύλλ. Σύγκρ. 3.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυάργυρος -ον [πολύς, ἄργυρος] rijk aan zilver.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολυ-άργῠρος, ον,<br />[[rich]] in [[silver]], Hdt.
|mdlsjtxt=πολυ-άργῠρος, ον,<br />[[rich]] in [[silver]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 21:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠάργῠρος Medium diacritics: πολυάργυρος Low diacritics: πολυάργυρος Capitals: ΠΟΛΥΑΡΓΥΡΟΣ
Transliteration A: polyárgyros Transliteration B: polyargyros Transliteration C: polyargyros Beta Code: polua/rguros

English (LSJ)

ον, rich in silver, of persons or places, πολυαργυρώτατοι, of the Lydians, Hdt.5.49, cf. Ph.2.30; πλάκες τῆς γῆς D.S.5.36; οἶκοι Plu.Comp.Lys.Sull.3 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 659] silberreich, von Menschen, Her. 5, 49 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui possède ou contient beaucoup d'argent;
Sp. πολυαργυρώτατος.
Étymologie: πολύς, ἄργυρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυάργυρος -ον [πολύς, ἄργυρος] rijk aan zilver.

Russian (Dvoretsky)

πολυάργῠρος: богатый серебром (Λυδοί Her.; οἶκοι Plut.).

Greek Monolingual

-ον, Α
πλούσιος σε άργυρο («πολυάργυροι πλάκες τῆς γῆς», Διοδ.).

Greek Monotonic

πολυάργῠρος: -ον, πλούσιος σε άργυρο, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυάργῠρος: -ον, ὁ ἔχων πολὺν ἄργυρον, πλούσιος εἰς ἄργυρον, πολυαργυρώτατοι, ἐπὶ τῶν Λυδῶν, Ἡρόδ. 5. 19· ἐπὶ τόπων, Διόδ. 5. 36· οἶκοι Πλουτ. Λυσάνδ. καὶ Σύλλ. Σύγκρ. 3.

Middle Liddell

πολυ-άργῠρος, ον,
rich in silver, Hdt.