ποδαβρός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ός, όν :<br />à la démarche efféminée.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[ἁβρός]].
|btext=ός, όν :<br />à la démarche efféminée.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[ἁβρός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ποδαβρός''': -όν, ὁ ἔχων ἁβροὺς πόδας, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 55.
|elnltext=ποδαβρός -όν [πούς, ἁβρός] met tere voet.
}}
{{elru
|elrutext='''ποδαβρός:''' [[с нежными]] (невыносливыми) ногами Her.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ποδαβρός:''' -όν, αυτός που έχει λεπτά, μαλακά πόδια, σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ.
|lsmtext='''ποδαβρός:''' -όν, αυτός που έχει λεπτά, μαλακά πόδια, σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποδαβρός:''' [[с нежными]] (невыносливыми) ногами Her.
|lstext='''ποδαβρός''': -όν, ὁ ἔχων ἁβροὺς πόδας, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 55.
}}
{{elnl
|elnltext=ποδαβρός -όν [πούς, ἁβρός] met tere voet.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ποδ-αβρός, όν<br />tenderfooted, Orac. ap. Hdt.
|mdlsjtxt=ποδ-αβρός, όν<br />tenderfooted, Orac. ap. Hdt.
}}
}}

Revision as of 21:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδαβρός Medium diacritics: ποδαβρός Low diacritics: ποδαβρός Capitals: ΠΟΔΑΒΡΟΣ
Transliteration A: podabrós Transliteration B: podabros Transliteration C: podavros Beta Code: podabro/s

English (LSJ)

όν, tender-footed, Orac. ap. Hdt.1.55.

German (Pape)

[Seite 642] fußzart, zart, weichlich an den Füßen, Orak. b. Her. 1, 55, wo man auch πόδ' ἁβρός schreibt.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
à la démarche efféminée.
Étymologie: πούς, ἁβρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδαβρός -όν [πούς, ἁβρός] met tere voet.

Russian (Dvoretsky)

ποδαβρός: с нежными (невыносливыми) ногами Her.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που έχει αβρά, τρυφερά πόδια («τρυφῆς ἦν καὶ οὐκ ἀρετῆς ὁ παδαβρὸς ἐπωνυμία,» Θεμίστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἀβρός].

Greek Monotonic

ποδαβρός: -όν, αυτός που έχει λεπτά, μαλακά πόδια, σε Χρησμ. παρά Ηροδ.

Greek (Liddell-Scott)

ποδαβρός: -όν, ὁ ἔχων ἁβροὺς πόδας, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 55.

Middle Liddell

ποδ-αβρός, όν
tenderfooted, Orac. ap. Hdt.