πολύβοτρυς: Difference between revisions

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=υος (ὁ, ἡ)<br />aux grappes abondantes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[βότρυς]].
|btext=υος (ὁ, ἡ)<br />aux grappes abondantes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[βότρυς]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολύβοτρυς''': -υος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀφθονίαν σταφυλῶν, ἐπὶ τόπων, Ἡσ. Ἀποσπ. 19. 2, Σιμων. 19· ἐπὶ ἀμπέλου, πολύβοτρυν ἄμπελον Εὐρ. Βάκχ. 651.
|elnltext=πολύβοτρυς -υος [πολύς, βότρυς] rijk aan druiven.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύβοτρυς:''' υος adj. обильный виноградными гроздьями ([[ἄμπελος]] Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολύβοτρυς:''' -υος, ὁ, ἡ, αυτός που αφθονεί σε σταφύλια, σε Ευρ.
|lsmtext='''πολύβοτρυς:''' -υος, ὁ, ἡ, αυτός που αφθονεί σε σταφύλια, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολύβοτρυς:''' υος adj. обильный виноградными гроздьями ([[ἄμπελος]] Eur.).
|lstext='''πολύβοτρυς''': -υος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀφθονίαν σταφυλῶν, ἐπὶ τόπων, Ἡσ. Ἀποσπ. 19. 2, Σιμων. 19· ἐπὶ ἀμπέλου, πολύβοτρυν ἄμπελον Εὐρ. Βάκχ. 651.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύβοτρυς -υος [πολύς, βότρυς] rijk aan druiven.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́βοτρυς Medium diacritics: πολύβοτρυς Low diacritics: πολύβοτρυς Capitals: ΠΟΛΥΒΟΤΡΥΣ
Transliteration A: polýbotrys Transliteration B: polybotrys Transliteration C: polyvotrys Beta Code: polu/botrus

English (LSJ)

υος, ὁ, ἡ, abounding in grapes, of places, Hes.Fr.122, Simon.53, Theoc.25.11; ἄμπελος E.Ba. 651.

German (Pape)

[Seite 660] υος, mit vielen Trauben, traubenreich; Hes. fr. 19, 2; ἄμπελος, Eur. Bacch. 650.

French (Bailly abrégé)

υος (ὁ, ἡ)
aux grappes abondantes.
Étymologie: πολύς, βότρυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύβοτρυς -υος [πολύς, βότρυς] rijk aan druiven.

Russian (Dvoretsky)

πολύβοτρυς: υος adj. обильный виноградными гроздьями (ἄμπελος Eur.).

Greek Monolingual

-ότρυος, ὁ, ἡ, Α
(για τόπο) αυτός που έχει πολλούς βότρυς, πολλά σταφύλια («πολύβοτρυς ἄμπελος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βότρυς.

Greek Monotonic

πολύβοτρυς: -υος, ὁ, ἡ, αυτός που αφθονεί σε σταφύλια, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβοτρυς: -υος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀφθονίαν σταφυλῶν, ἐπὶ τόπων, Ἡσ. Ἀποσπ. 19. 2, Σιμων. 19· ἐπὶ ἀμπέλου, πολύβοτρυν ἄμπελον Εὐρ. Βάκχ. 651.

Middle Liddell

πολύβοτρυς, υος, ὁ, ἡ,
abounding in grapes, Eur.

English (Woodhouse)

rich in clusters, rich in grapes

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)