προπηλάκισις: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br />insulte, outrage.<br />'''Étymologie:''' [[προπηλακίζω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />insulte, outrage.<br />'''Étymologie:''' [[προπηλακίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προπηλάκῐσις''': -εως, ἡ, τὸ προπηλακίζειν [[περιφρόνησις]], [[ἐξουδένωσις]], τὰς τῶν οἰκείων πρ. τοῦ [[γήρως]] Πλάτ. Πολ. 329Β.
|elnltext=προπηλάκισις -εως, ἡ [προπηλακίζω] smadelijke bejegening.
}}
{{elru
|elrutext='''προπηλάκῐσις:''' εως (ᾰ) оскорбление, поношение, обида, попреки (αἱ προπηλακίσεις τινός Plat.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προπηλάκῐσις:''' ἡ, υβριστική [[συμπεριφορά]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''προπηλάκῐσις:''' ἡ, υβριστική [[συμπεριφορά]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προπηλάκῐσις:''' εως (ᾰ) оскорбление, поношение, обида, попреки (αἱ προπηλακίσεις τινός Plat.).
|lstext='''προπηλάκῐσις''': -εως, ἡ, τὸ προπηλακίζειν [[περιφρόνησις]], [[ἐξουδένωσις]], τὰς τῶν οἰκείων πρ. τοῦ [[γήρως]] Πλάτ. Πολ. 329Β.
}}
{{elnl
|elnltext=προπηλάκισις -εως, ἡ [προπηλακίζω] smadelijke bejegening.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προπηλάκῐσις, εως, [from προπηλᾰκίζω]<br />[[contumelious]] [[treatment]], Hdt., Plat. Dem.
|mdlsjtxt=προπηλάκῐσις, εως, [from προπηλᾰκίζω]<br />[[contumelious]] [[treatment]], Hdt., Plat. Dem.
}}
}}

Revision as of 21:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπηλᾰκῐσις Medium diacritics: προπηλάκισις Low diacritics: προπηλάκισις Capitals: ΠΡΟΠΗΛΑΚΙΣΙΣ
Transliteration A: propēlákisis Transliteration B: propēlakisis Transliteration C: propilakisis Beta Code: prophla/kisis

English (LSJ)

εως, ἡ, contumelious treatment, τὰς τῶν οἰκείων π. τοῦ γήρως Pl.R.329b.

German (Pape)

[Seite 740] ἡ, = Folgendem, Plat. Rep. I, 329 b.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
insulte, outrage.
Étymologie: προπηλακίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προπηλάκισις -εως, ἡ [προπηλακίζω] smadelijke bejegening.

Russian (Dvoretsky)

προπηλάκῐσις: εως (ᾰ) ἡ оскорбление, поношение, обида, попреки (αἱ προπηλακίσεις τινός Plat.).

Greek Monotonic

προπηλάκῐσις: ἡ, υβριστική συμπεριφορά, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

προπηλάκῐσις: -εως, ἡ, τὸ προπηλακίζειν περιφρόνησις, ἐξουδένωσις, τὰς τῶν οἰκείων πρ. τοῦ γήρως Πλάτ. Πολ. 329Β.

Middle Liddell

προπηλάκῐσις, εως, [from προπηλᾰκίζω]
contumelious treatment, Hdt., Plat. Dem.