προσεμφερής: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ής, ές :<br />qui a quelque rapport avec, τινι;<br /><i>Sp.</i> προσεμφερέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐμφέρω]].
|btext=ής, ές :<br />qui a quelque rapport avec, τινι;<br /><i>Sp.</i> προσεμφερέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐμφέρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσεμφερής''': -ές, [[προσόμοιος]], [[παρόμοιος]], φυσητῆρες αὐλοῖσιν προσεμφερέστατοι Ἡρόδ. 4. 2, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 385. 13, Ξεν. Συμπ. 4, 19, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 43, ἀλ. Ἐπίρρ. -ρῶς, Διοδ. Ἐκλογ. 565. 21, πρβλ. [[ἐμφερής]], [[προσφερής]].
|elnltext=προσεμφερής -ές [προσεμφέρω] gelijkend op, met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''προσεμφερής:''' [[похожий]], [[сходный]] Xen., Eur., Arst.: προσεμφερέστατοι αὐλοῖσιν Her. (трубки) очень похожие на свирели.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προσεμφερής:''' -ές, [[παρόμοιος]], σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''προσεμφερής:''' -ές, [[παρόμοιος]], σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσεμφερής:''' [[похожий]], [[сходный]] Xen., Eur., Arst.: προσεμφερέστατοι αὐλοῖσιν Her. (трубки) очень похожие на свирели.
|lstext='''προσεμφερής''': -ές, [[προσόμοιος]], [[παρόμοιος]], φυσητῆρες αὐλοῖσιν προσεμφερέστατοι Ἡρόδ. 4. 2, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 385. 13, Ξεν. Συμπ. 4, 19, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 43, ἀλ. Ἐπίρρ. -ρῶς, Διοδ. Ἐκλογ. 565. 21, πρβλ. [[ἐμφερής]], [[προσφερής]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσεμφερής -ές [προσεμφέρω] gelijkend op, met dat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προσ-εμφερής, ές<br />resembling, Hdt., Xen.
|mdlsjtxt=προσ-εμφερής, ές<br />resembling, Hdt., Xen.
}}
}}

Revision as of 21:52, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεμφερής Medium diacritics: προσεμφερής Low diacritics: προσεμφερής Capitals: ΠΡΟΣΕΜΦΕΡΗΣ
Transliteration A: prosempherḗs Transliteration B: prosempherēs Transliteration C: prosemferis Beta Code: prosemferh/s

English (LSJ)

ές, resembling, φυσητῆρες αὐλοῖσι προσεμφερέστατοι Hdt.4.2, cf. E.Fr.382.13, X.Smp.4.19, Arist.HA 629a31, Thphr.HP3.10.1, al., Epicur.Ep.1p.19U. (Sup.). Adv. -ρῶς D.S.24.3.

German (Pape)

[Seite 759] ές, gleichkommend, ähnlich, τινί; προσεμφερέστατος, Her. 4, 2; Arist. H. A. 2, 1; Ath. VIII, 332 e u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a quelque rapport avec, τινι;
Sp. προσεμφερέστατος.
Étymologie: πρός, ἐμφέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσεμφερής -ές [προσεμφέρω] gelijkend op, met dat.

Russian (Dvoretsky)

προσεμφερής: похожий, сходный Xen., Eur., Arst.: προσεμφερέστατοι αὐλοῖσιν Her. (трубки) очень похожие на свирели.

Greek Monolingual

-ές, Α
παρεμφερής, παρόμοιος («ἡ δὲ τενθρηδὼν προσεμφερὴς μὲν ἐστι τῇ άνθρήνῃ», Αριστοτ.). Επιρρ. προσεμφερῶς Α
κατά τρόπο παρεμφερή, παρόμοιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐμφερής «όμοιος»].

Greek Monotonic

προσεμφερής: -ές, παρόμοιος, σε Ηρόδ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

προσεμφερής: -ές, προσόμοιος, παρόμοιος, φυσητῆρες αὐλοῖσιν προσεμφερέστατοι Ἡρόδ. 4. 2, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 385. 13, Ξεν. Συμπ. 4, 19, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 43, ἀλ. Ἐπίρρ. -ρῶς, Διοδ. Ἐκλογ. 565. 21, πρβλ. ἐμφερής, προσφερής.

Middle Liddell

προσ-εμφερής, ές
resembling, Hdt., Xen.