πρόσπταισμα: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> choc, heurt;<br /><b>2</b> coup <i>ou</i> blessure provenant d'un choc.<br />'''Étymologie:''' [[προσπταίω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> choc, heurt;<br /><b>2</b> coup <i>ou</i> blessure provenant d'un choc.<br />'''Étymologie:''' [[προσπταίω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρόσπταισμα''': τό, τὸ προπταίειν, προσκόπτειν, [[πρόσκομμα]], Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 11, 8, Θεοφρ. Χαρ. 19, Λουκ. Περεγρ. 45, κτλ.
|elnltext=πρόσπταισμα -ατος, τό [προσπταίω] kneuzing.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόσπταισμα:''' ατος τό ушиб, повреждение ([[πλευρῖτις]] [[μείζων]] [[νόσος]] προσπταίσματος Arst.; ἐν τῷ δακτύλῳ Luc. и περὶ τὸν [[δάκτυλον]] Sext.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πρόσπταισμα:''' -ατος, τό, [[εμπόδιο]] ενάντια σε ένα [[πράγμα]], [[πρόσκομμα]], [[κώλυμα]], σε Αριστ.
|lsmtext='''πρόσπταισμα:''' -ατος, τό, [[εμπόδιο]] ενάντια σε ένα [[πράγμα]], [[πρόσκομμα]], [[κώλυμα]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρόσπταισμα:''' ατος τό ушиб, повреждение ([[πλευρῖτις]] [[μείζων]] [[νόσος]] προσπταίσματος Arst.; ἐν τῷ δακτύλῳ Luc. и περὶ τὸν [[δάκτυλον]] Sext.).
|lstext='''πρόσπταισμα''': τό, τὸ προπταίειν, προσκόπτειν, [[πρόσκομμα]], Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 11, 8, Θεοφρ. Χαρ. 19, Λουκ. Περεγρ. 45, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πρόσπταισμα -ατος, τό [προσπταίω] kneuzing.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πρόσπταισμα]], ατος, τό,<br />a [[stumble]] [[against]] [[something]], a [[stumble]], Arist. [from [[προσπταίω]]
|mdlsjtxt=[[πρόσπταισμα]], ατος, τό,<br />a [[stumble]] [[against]] [[something]], a [[stumble]], Arist. [from [[προσπταίω]]
}}
}}

Revision as of 21:54, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσπταισμα Medium diacritics: πρόσπταισμα Low diacritics: πρόσπταισμα Capitals: ΠΡΟΣΠΤΑΙΣΜΑ
Transliteration A: prósptaisma Transliteration B: prosptaisma Transliteration C: prosptaisma Beta Code: pro/sptaisma

English (LSJ)

ατος, τό, A stumble, Arist.EN1138b3, Ph.Fr.58H.; ἕλκη ἐκ προσπταις μάτων Gal. 12.286 (προπτ- codd.): metaph., προσπταίς ματα τοῦ βίου misfortunes, Agatharch.49. II whitlow, Thphr.Char.19.3 (pl.), Luc.Peregr. 45; π. δακτύλου Gal.7.136.

German (Pape)

[Seite 779] τό, der Anstoß u. die durch Anstoßen hervorgebrachte Beschädigung, Arist. Eth. 5, 9 u. Sp., wie τὸ ἐν τῷ δακτύλῳ Luc. Peregr. 45; προσπταίσματος γενομένου περὶ τὸν δάκτυλον S. Emp. adv. math. 7, 232.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 choc, heurt;
2 coup ou blessure provenant d'un choc.
Étymologie: προσπταίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσπταισμα -ατος, τό [προσπταίω] kneuzing.

Russian (Dvoretsky)

πρόσπταισμα: ατος τό ушиб, повреждение (πλευρῖτις μείζων νόσος προσπταίσματος Arst.; ἐν τῷ δακτύλῳ Luc. и περὶ τὸν δάκτυλον Sext.).

Greek Monolingual

-αίσματος, τὸ, Α προσπταίω
1. γλίστρημα και πτώση, ολίσθημα («ἕλκη ἐκ προσπταισμάτων», Γαλ.)
2. παρωνυχίδαπρόσπταισμα δακτύλου», Γαλ.)
3. φρ. «προσπταίσματα τοῦ βίου»
μτφ. οι δυστυχίες της ζωής.

Greek Monotonic

πρόσπταισμα: -ατος, τό, εμπόδιο ενάντια σε ένα πράγμα, πρόσκομμα, κώλυμα, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσπταισμα: τό, τὸ προπταίειν, προσκόπτειν, πρόσκομμα, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 11, 8, Θεοφρ. Χαρ. 19, Λουκ. Περεγρ. 45, κτλ.

Middle Liddell

πρόσπταισμα, ατος, τό,
a stumble against something, a stumble, Arist. [from προσπταίω