σιδηροχάρμης: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0880.png Seite 880]] ὁ, in Eisen kämpfend, Beiw. der gepanzerten Kampfrosse, Pind. P. 2, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0880.png Seite 880]] ὁ, in Eisen kämpfend, Beiw. der gepanzerten Kampfrosse, Pind. P. 2, 2.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σῐδηροχάρμης''': -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος ([[ἴσως]] ὁ γαυριῶν) ἐν τῷ σιδήρῳ, ἐπὶ τεθωρακισμένων ἵππων, [[φιλοπόλεμος]], Πινδ. Π. 2. 4· πρβλ. [[χαλκοχάρμης]].
|elnltext=σιδηροχάρμης -ου [σίδηρος, χάρμα] Dor. gen. plur. σιδαροχαρμᾶν, strijdend in ijzer. Pind.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηροχάρμης:''' дор. σῐδᾱροχάρμᾱς, ᾱ adj. m сражающийся в железной броне (sc. [[ἵππος]] Pind.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''σῐδηροχάρμης:''' -ου, ὁ, αυτός που μάχεται με (ή πιθ. βρίσκει υπερβολική [[ευχαρίστηση]] στα) σιδερένια όπλα, επίθ. για πολεμικά σιδερόφρακτα άλογα, σε Πίνδ.
|lsmtext='''σῐδηροχάρμης:''' -ου, ὁ, αυτός που μάχεται με (ή πιθ. βρίσκει υπερβολική [[ευχαρίστηση]] στα) σιδερένια όπλα, επίθ. για πολεμικά σιδερόφρακτα άλογα, σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σῐδηροχάρμης:''' дор. σῐδᾱροχάρμᾱς, ᾱ adj. m сражающийся в железной броне (sc. [[ἵππος]] Pind.).
|lstext='''σῐδηροχάρμης''': -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος ([[ἴσως]] ὁ γαυριῶν) ἐν τῷ σιδήρῳ, ἐπὶ τεθωρακισμένων ἵππων, [[φιλοπόλεμος]], Πινδ. Π. 2. 4· πρβλ. [[χαλκοχάρμης]].
}}
{{elnl
|elnltext=σιδηροχάρμης -ου [σίδηρος, χάρμα] Dor. gen. plur. σιδαροχαρμᾶν, strijdend in ijzer. Pind.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῐδηρο-χάρμης, ου, ὁ,<br />[[fighting]] (or [[perhaps]] exulting) in [[iron]], [[epithet]] of war-horses, Pind.
|mdlsjtxt=σῐδηρο-χάρμης, ου, ὁ,<br />[[fighting]] (or [[perhaps]] exulting) in [[iron]], [[epithet]] of war-horses, Pind.
}}
}}

Revision as of 22:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροχάρμης Medium diacritics: σιδηροχάρμης Low diacritics: σιδηροχάρμης Capitals: ΣΙΔΗΡΟΧΑΡΜΗΣ
Transliteration A: sidērochármēs Transliteration B: sidērocharmēs Transliteration C: sidirocharmis Beta Code: sidhroxa/rmhs

English (LSJ)

ου, ὁ, fighting (or perhaps exulting) in iron, epithet of mailed war-horses, Pi.P.2.2; cf. χαλκοχάρμης.

German (Pape)

[Seite 880] ὁ, in Eisen kämpfend, Beiw. der gepanzerten Kampfrosse, Pind. P. 2, 2.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηροχάρμης -ου [σίδηρος, χάρμα] Dor. gen. plur. σιδαροχαρμᾶν, strijdend in ijzer. Pind.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροχάρμης: дор. σῐδᾱροχάρμᾱς, ᾱ adj. m сражающийся в железной броне (sc. ἵππος Pind.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
(για άλογα) αυτός που μάχεται φορώντας σιδερένιο θώρακα
2. πιθ. αυτός που βαδίζει καμαρωτά φορώντας σιδερένιο θώρακα
3. (κατ' επέκτ.) μαχητικός, φιλοπόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -χάρμης (< χάρμη < χαίρω), πρβλ. χαλκο-χάρμης].

Greek Monotonic

σῐδηροχάρμης: -ου, ὁ, αυτός που μάχεται με (ή πιθ. βρίσκει υπερβολική ευχαρίστηση στα) σιδερένια όπλα, επίθ. για πολεμικά σιδερόφρακτα άλογα, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροχάρμης: -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος (ἢ ἴσως ὁ γαυριῶν) ἐν τῷ σιδήρῳ, ἐπὶ τεθωρακισμένων ἵππων, φιλοπόλεμος, Πινδ. Π. 2. 4· πρβλ. χαλκοχάρμης.

Middle Liddell

σῐδηρο-χάρμης, ου, ὁ,
fighting (or perhaps exulting) in iron, epithet of war-horses, Pind.