στημόνιον: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0941.png Seite 941]] τό, dim. von [[στήμων]], Arist. polit. 2, 6 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0941.png Seite 941]] τό, dim. von [[στήμων]], Arist. polit. 2, 6 u. Sp.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στημόνιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[στήμων]] (σημασ. Ι), Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 14. 2) πληθ., ἐν πλέγματι, τὰ [[ὄρθια]] ξύλα εἰς ἃ τὰ εὔκαμπτα κλωνάρια ἐμπλέκονται, Ἀρχ. Μαθ. 30.
|elnltext=στημόνιον -ου, τό, demin. van στήμων, kleine schering.
}}
{{elru
|elrutext='''στημόνιον:''' τό Arst. = [[στήμων]] 1.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''στημόνιον:''' τό, υποκορ. του [[στήμων]] (σημ. I), σε Αριστ.
|lsmtext='''στημόνιον:''' τό, υποκορ. του [[στήμων]] (σημ. I), σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στημόνιον:''' τό Arst. = [[στήμων]] 1.
|lstext='''στημόνιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[στήμων]] (σημασ. Ι), Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 14. 2) πληθ., ἐν πλέγματι, τὰ [[ὄρθια]] ξύλα εἰς ἃ τὰ εὔκαμπτα κλωνάρια ἐμπλέκονται, Ἀρχ. Μαθ. 30.
}}
{{elnl
|elnltext=στημόνιον -ου, τό, demin. van στήμων, kleine schering.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στημόνιον]], ου, τό, [Dim. of [[στήμων]] signf. I, Arist.]
|mdlsjtxt=[[στημόνιον]], ου, τό, [Dim. of [[στήμων]] signf. I, Arist.]
}}
}}

Revision as of 22:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στημόνιον Medium diacritics: στημόνιον Low diacritics: στημόνιον Capitals: ΣΤΗΜΟΝΙΟΝ
Transliteration A: stēmónion Transliteration B: stēmonion Transliteration C: stimonion Beta Code: sthmo/nion

English (LSJ)

τό, Dim. of στήμων 1, Arist.Pol.1265b20, Max.Tyr.21.3: στημόνια is v.l. for στήμονα in Apollod.Poliorc.169.7.

German (Pape)

[Seite 941] τό, dim. von στήμων, Arist. polit. 2, 6 u. Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στημόνιον -ου, τό, demin. van στήμων, kleine schering.

Russian (Dvoretsky)

στημόνιον: τό Arst. = στήμων 1.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. στημόνι.

Greek Monotonic

στημόνιον: τό, υποκορ. του στήμων (σημ. I), σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

στημόνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στήμων (σημασ. Ι), Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 14. 2) πληθ., ἐν πλέγματι, τὰ ὄρθια ξύλα εἰς ἃ τὰ εὔκαμπτα κλωνάρια ἐμπλέκονται, Ἀρχ. Μαθ. 30.

Middle Liddell

στημόνιον, ου, τό, [Dim. of στήμων signf. I, Arist.]