συμπαρέχω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=procurer <i>ou</i> faire naître en même temps, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρέχω]].
|btext=procurer <i>ou</i> faire naître en même temps, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρέχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμπαρέχω''': [[παρέχω]], προξενῶ, ἐμποιῶ [[ὁμοῦ]], [[ὥστε]] καὶ τοῦτο φόβον συμπαρέσχε τοῖς πολεμίοις Ξεν. Ἀν. 7. 4, 19· [[ὁμοῦ]] ἢ ἀπὸ κοινοῦ [[παρέχω]], ὁ συμπαρέχων ἡμῖν ταύτην τὴν ἀσφάλειαν [[αὐτόθι]] 7. 6, 30· ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, σ. εὔκλειαν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 43.
|elnltext=συμ-παρέχω mede verschaffen, helpen verschaffen, met acc. en dat. iets aan iem.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπαρέχω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> [[вместе доставлять]], [[обеспечивать]] (ἀσφάλειάν τινι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[одновременно причинять]], [[внушать]] (φόβον τοῖς πολεμίοις Xen.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμπαρέχω:''' μέλ. -[[παρέξω]], [[βοηθώ]] στο να προκληθεί [[κάτι]], [[προξενώ]] από κοινού, <i>φόβοντινί</i>, σε Ξεν.· [[παρέχω]] από κοινού, <i>ἀσφάλειάν τινι</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''συμπαρέχω:''' μέλ. -[[παρέξω]], [[βοηθώ]] στο να προκληθεί [[κάτι]], [[προξενώ]] από κοινού, <i>φόβοντινί</i>, σε Ξεν.· [[παρέχω]] από κοινού, <i>ἀσφάλειάν τινι</i>, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμπαρέχω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> [[вместе доставлять]], [[обеспечивать]] (ἀσφάλειάν τινι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[одновременно причинять]], [[внушать]] (φόβον τοῖς πολεμίοις Xen.).
|lstext='''συμπαρέχω''': [[παρέχω]], προξενῶ, ἐμποιῶ [[ὁμοῦ]], [[ὥστε]] καὶ τοῦτο φόβον συμπαρέσχε τοῖς πολεμίοις Ξεν. Ἀν. 7. 4, 19· [[ὁμοῦ]] ἢ ἀπὸ κοινοῦ [[παρέχω]], ὁ συμπαρέχων ἡμῖν ταύτην τὴν ἀσφάλειαν [[αὐτόθι]] 7. 6, 30· ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, σ. εὔκλειαν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 43.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-παρέχω mede verschaffen, helpen verschaffen, met acc. en dat. iets aan iem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[παρέξω]]<br />to [[assist]] in causing, φόβον τινί Xen.; in procuring, ἀσφάλειάν τινι Xen.
|mdlsjtxt=fut. -[[παρέξω]]<br />to [[assist]] in causing, φόβον τινί Xen.; in procuring, ἀσφάλειάν τινι Xen.
}}
}}

Revision as of 22:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρέχω Medium diacritics: συμπαρέχω Low diacritics: συμπαρέχω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΕΧΩ
Transliteration A: symparéchō Transliteration B: symparechō Transliteration C: symparecho Beta Code: sumpare/xw

English (LSJ)

assist in causing, φόβον τοῖς πολεμίοις X.An.7.4.19; assist in procuring, ἀσφάλειάν τινι ib.7.6.30:—Med., εὔκλειαν Id.Smp.8.43.

German (Pape)

[Seite 985] (s. ἔχω), zugleich darreichen; φόβον, Furcht einflößen, Xen. An. 7, 4, 19; ἀσφάλειαν, 7, 6, 30; med., Conv. 8, 43.

French (Bailly abrégé)

procurer ou faire naître en même temps, acc..
Étymologie: σύν, παρέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παρέχω mede verschaffen, helpen verschaffen, met acc. en dat. iets aan iem.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρέχω: тж. med.
1) вместе доставлять, обеспечивать (ἀσφάλειάν τινι Xen.);
2) одновременно причинять, внушать (φόβον τοῖς πολεμίοις Xen.).

Greek Monolingual

Α παρέχω
1. προξενώ επίσηςὥστε καὶ τοῦτο φόβον συμπαρέσχε τοῖς πολεμίοις», Ξεν.)
2. παρέχω συγχρόνως ή από κοινού.

Greek Monotonic

συμπαρέχω: μέλ. -παρέξω, βοηθώ στο να προκληθεί κάτι, προξενώ από κοινού, φόβοντινί, σε Ξεν.· παρέχω από κοινού, ἀσφάλειάν τινι, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρέχω: παρέχω, προξενῶ, ἐμποιῶ ὁμοῦ, ὥστε καὶ τοῦτο φόβον συμπαρέσχε τοῖς πολεμίοις Ξεν. Ἀν. 7. 4, 19· ὁμοῦ ἢ ἀπὸ κοινοῦ παρέχω, ὁ συμπαρέχων ἡμῖν ταύτην τὴν ἀσφάλειαν αὐτόθι 7. 6, 30· ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, σ. εὔκλειαν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 43.

Middle Liddell

fut. -παρέξω
to assist in causing, φόβον τινί Xen.; in procuring, ἀσφάλειάν τινι Xen.