συμπεριθέω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=courir ensemble tout autour.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιθέω]]. | |btext=courir ensemble tout autour.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιθέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συμ-περιθέω samen rondrennen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπεριθέω:''' [[бегать вокруг да около]], [[метаться]] ([[ἄνω]] καὶ [[κάτω]] Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''συμπεριθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]], [[τρέχω]] [[ολόγυρα]] μαζί με κάποιον, [[περιοδεύω]], σε Λουκ. | |lsmtext='''συμπεριθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]], [[τρέχω]] [[ολόγυρα]] μαζί με κάποιον, [[περιοδεύω]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συμπεριθέω''': [[περιθέω]], [[περιτρέχω]] μετά τινος, Μ. Ἀντων. 7. 47· ἄνω καὶ [[κάτω]] Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 24. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -[[θεύσομαι]]<br />to run [[about]] [[together]], Luc. | |mdlsjtxt=fut. -[[θεύσομαι]]<br />to run [[about]] [[together]], Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 2 October 2022
English (LSJ)
revolve with, M.Ant.7.47, Jul.Or.4.150b; run about with, ἄνω καὶ κάτω Luc.Merc. Cond.24; τινι App.BC4.18.
German (Pape)
[Seite 986] (s. θέω), mit od. zugleich umherlaufen; M. Ant. 7, 47; Luc. de merc. cond. 24.
French (Bailly abrégé)
courir ensemble tout autour.
Étymologie: σύν, περιθέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-περιθέω samen rondrennen.
Russian (Dvoretsky)
συμπεριθέω: бегать вокруг да около, метаться (ἄνω καὶ κάτω Luc.).
Greek Monolingual
Α
1. τρέχω γύρω γύρω μαζί με άλλον, περιτρέχω μαζί με άλλον
2. περιφέρομαι επίσης («ἀποσεισάμενος τοῦ ὕπνου τὸ ἥδιστον συμπεριθεῑς ἄνω καὶ κάτω», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περιθέω «τρέχω κυκλικά»].
Greek Monotonic
συμπεριθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω ολόγυρα μαζί με κάποιον, περιοδεύω, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριθέω: περιθέω, περιτρέχω μετά τινος, Μ. Ἀντων. 7. 47· ἄνω καὶ κάτω Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 24.