συμπεριθέω
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
English (LSJ)
revolve with, M.Ant.7.47, Jul.Or.4.150b; run about with, ἄνω καὶ κάτω Luc.Merc. Cond.24; τινι App.BC4.18.
German (Pape)
[Seite 986] (s. θέω), mit od. zugleich umherlaufen; M. Ant. 7, 47; Luc. de merc. cond. 24.
French (Bailly abrégé)
courir ensemble tout autour.
Étymologie: σύν, περιθέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-περιθέω samen rondrennen.
Russian (Dvoretsky)
συμπεριθέω: бегать вокруг да около, метаться (ἄνω καὶ κάτω Luc.).
Greek Monolingual
Α
1. τρέχω γύρω γύρω μαζί με άλλον, περιτρέχω μαζί με άλλον
2. περιφέρομαι επίσης («ἀποσεισάμενος τοῦ ὕπνου τὸ ἥδιστον συμπεριθεῖς ἄνω καὶ κάτω», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περιθέω «τρέχω κυκλικά»].
Greek Monotonic
συμπεριθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω ολόγυρα μαζί με κάποιον, περιοδεύω, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριθέω: περιθέω, περιτρέχω μετά τινος, Μ. Ἀντων. 7. 47· ἄνω καὶ κάτω Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 24.