συμπεριθέω

From LSJ

Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht

Menander, Monostichoi, 372
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριθέω Medium diacritics: συμπεριθέω Low diacritics: συμπεριθέω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΘΕΩ
Transliteration A: symperithéō Transliteration B: symperitheō Transliteration C: symperitheo Beta Code: sumperiqe/w

English (LSJ)

revolve with, M.Ant.7.47, Jul.Or.4.150b; run about with, ἄνω καὶ κάτω Luc.Merc. Cond.24; τινι App.BC4.18.

German (Pape)

[Seite 986] (s. θέω), mit od. zugleich umherlaufen; M. Ant. 7, 47; Luc. de merc. cond. 24.

French (Bailly abrégé)

courir ensemble tout autour.
Étymologie: σύν, περιθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-περιθέω samen rondrennen.

Russian (Dvoretsky)

συμπεριθέω: бегать вокруг да около, метаться (ἄνω καὶ κάτω Luc.).

Greek Monolingual

Α
1. τρέχω γύρω γύρω μαζί με άλλον, περιτρέχω μαζί με άλλον
2. περιφέρομαι επίσης («ἀποσεισάμενος τοῦ ὕπνου τὸ ἥδιστον συμπεριθεῖς ἄνω καὶ κάτω», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περιθέω «τρέχω κυκλικά»].

Greek Monotonic

συμπεριθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω ολόγυρα μαζί με κάποιον, περιοδεύω, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριθέω: περιθέω, περιτρέχω μετά τινος, Μ. Ἀντων. 7. 47· ἄνω καὶ κάτω Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 24.

Middle Liddell

fut. -θεύσομαι
to run about together, Luc.