συμπαρατρέχω: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=courir ensemble à côté de.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρατρέχω]].
|btext=courir ensemble à côté de.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρατρέχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμπαρατρέχω''': [[παρατρέχω]], δηλ. [[τρέχω]] [[ὁμοῦ]] ἐκ παραλλήλου μετά τινος, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 5. κτλ.
|elnltext=συμ-παρατρέχω meerennen naast, met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπαρατρέχω:''' [[бежать рядом]] (τινί Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμπαρατρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, [[τρέχω]] μαζί με κάποιον, στο πλάι του, σε Πλούτ.
|lsmtext='''συμπαρατρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, [[τρέχω]] μαζί με κάποιον, στο πλάι του, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμπαρατρέχω:''' [[бежать рядом]] (τινί Plut.).
|lstext='''συμπαρατρέχω''': [[παρατρέχω]], δηλ. [[τρέχω]] [[ὁμοῦ]] ἐκ παραλλήλου μετά τινος, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 5. κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-παρατρέχω meerennen naast, met dat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -δρᾰμοῦμαι<br />to run [[along]] with, Plut.
|mdlsjtxt=fut. -δρᾰμοῦμαι<br />to run [[along]] with, Plut.
}}
}}

Revision as of 22:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρατρέχω Medium diacritics: συμπαρατρέχω Low diacritics: συμπαρατρέχω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΤΡΕΧΩ
Transliteration A: symparatréchō Transliteration B: symparatrechō Transliteration C: symparatrecho Beta Code: sumparatre/xw

English (LSJ)

run alongside with, Plu.Cat.Ma.5, Arat.7.

German (Pape)

[Seite 985] (s. τρέχω), mit, zugleich nebenher laufen, Plut. Cat. mai. 5.

French (Bailly abrégé)

courir ensemble à côté de.
Étymologie: σύν, παρατρέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παρατρέχω meerennen naast, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρατρέχω: бежать рядом (τινί Plut.).

Greek Monolingual

Α
(κυριολ. και μτφ.) τρέχω μαζί με κάποιον ή με κάτι, τρέχω παράλληλα με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρατρέχω «συνοδεύω»].

Greek Monotonic

συμπαρατρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, τρέχω μαζί με κάποιον, στο πλάι του, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρατρέχω: παρατρέχω, δηλ. τρέχω ὁμοῦ ἐκ παραλλήλου μετά τινος, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 5. κτλ.

Middle Liddell

fut. -δρᾰμοῦμαι
to run along with, Plut.