συγκαθεύδω: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 16: Line 16:
|btext=dormir avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καθεύδω]].
|btext=dormir avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καθεύδω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγκαθεύδω''': μέλλ. -ευδήσω, συγκοιμῶμαι, κοιμῶμαι μετά τινος, τούτῳ θανοῦσα ξ. Αἰσχύλ. Χο. 906· [[μάλιστα]] ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, συνουσιάζομαι, σ. τινι Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 174, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1009, Πλάτ. Νόμ. 828Β.
|elnltext=συγ-καθεύδω Att. ook ξυγκαθεύδω samen slapen met, met dat.:; τούτωι θανοῦσα ξυγκάθευδε slaap samen met hem in de dood Aeschl. Ch. 906; vaak seks. het bed delen met.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκαθεύδω:''' [[спать вместе]] Aesch., Arph., Xen., Plat., Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συγκαθεύδω:''' μέλ. <i>-ευδήσω</i>, [[κοιμάμαι]] μαζί στο ίδιο [[κρεβάτι]], <i>τινί</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''συγκαθεύδω:''' μέλ. <i>-ευδήσω</i>, [[κοιμάμαι]] μαζί στο ίδιο [[κρεβάτι]], <i>τινί</i>, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκαθεύδω:''' [[спать вместе]] Aesch., Arph., Xen., Plat., Luc.
|lstext='''συγκαθεύδω''': μέλλ. -ευδήσω, συγκοιμῶμαι, κοιμῶμαι μετά τινος, τούτῳ θανοῦσα ξ. Αἰσχύλ. Χο. 906· [[μάλιστα]] ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, συνουσιάζομαι, σ. τινι Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 174, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1009, Πλάτ. Νόμ. 828Β.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-καθεύδω Att. ook ξυγκαθεύδω samen slapen met, met dat.:; τούτωι θανοῦσα ξυγκάθευδε slaap samen met hem in de dood Aeschl. Ch. 906; vaak seks. het bed delen met.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ευδήσω<br />to [[sleep]] with, τινί Aesch.
|mdlsjtxt=fut. -ευδήσω<br />to [[sleep]] with, τινί Aesch.
}}
}}

Revision as of 22:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαθεύδω Medium diacritics: συγκαθεύδω Low diacritics: συγκαθεύδω Capitals: ΣΥΓΚΑΘΕΥΔΩ
Transliteration A: synkatheúdō Transliteration B: synkatheudō Transliteration C: sygkatheydo Beta Code: sugkaqeu/dw

English (LSJ)

fut. -ευδήσω, sleep with, τούτῳ θανοῦσα ξ. A.Ch.906; especially of sexual intercourse, σ. τινί Cratin.279, Ar.Ec.1009, Pl.Lg.838b.

German (Pape)

[Seite 963] (s. εὕδω), mit-, beisammenschlafen; τούτῳ θανοῦσα ξυγκάθευδε, Aesch. Ch. 893; Plat. Legg. VIII, 838 b; Xen. Conv. 4, 53. 8, 31; Sp., wie Luc. oft.

French (Bailly abrégé)

dormir avec.
Étymologie: σύν, καθεύδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καθεύδω Att. ook ξυγκαθεύδω samen slapen met, met dat.:; τούτωι θανοῦσα ξυγκάθευδε slaap samen met hem in de dood Aeschl. Ch. 906; vaak seks. het bed delen met.

Russian (Dvoretsky)

συγκαθεύδω: спать вместе Aesch., Arph., Xen., Plat., Luc.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. κοιμάμαι μαζί με άλλον
2. συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθεύδω «κοιμάμαι, πλαγιάζω»].

Greek Monotonic

συγκαθεύδω: μέλ. -ευδήσω, κοιμάμαι μαζί στο ίδιο κρεβάτι, τινί, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαθεύδω: μέλλ. -ευδήσω, συγκοιμῶμαι, κοιμῶμαι μετά τινος, τούτῳ θανοῦσα ξ. Αἰσχύλ. Χο. 906· μάλιστα ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, συνουσιάζομαι, σ. τινι Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 174, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1009, Πλάτ. Νόμ. 828Β.

Middle Liddell

fut. -ευδήσω
to sleep with, τινί Aesch.