σύντεχνος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui exerce la même profession que, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τέχνη]].
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui exerce la même profession que, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τέχνη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σύντεχνος''': ὁ, ἡ, [[ὁμότεχνος]], τὴν αὐτὴν τέχνην ἀσκῶν, [[σύντροφος]] ἐν τῇ [[τέχνη]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 226· μετὰ γεν., ὁ [[σύντροφος]] ἢ [[συνεργάτης]] τινός, αὐτ. ἐν Βατρ. 763· [[Ἀθηνᾶ]] λέγεται [[σύντεχνος]] τοῦ Ἡφαίστου, Πλάτ. Πολιτ. 274C. Ἐν Ideler Phys. 2. 210, ὡς ἐπίθετ. [[σύντεχνος]], η, ον.
|elnltext=σύντεχνος -ον [σύν, τέχνη] vakgenoot.
}}
{{elru
|elrutext='''σύντεχνος:''' ὁ и товарищ по мастерству Arph., Plat.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σύντεχνος:''' ὁ, ἡ ([[τέχνη]]), αυτός που εξασκεί την [[ίδια]] [[τέχνη]] με κάποιον άλλον, [[ομότεχνος]] κάποιου· με γεν., [[σύντροφος]] ή [[συνεργάτης]] κάποιου, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σύντεχνος:''' ὁ, ἡ ([[τέχνη]]), αυτός που εξασκεί την [[ίδια]] [[τέχνη]] με κάποιον άλλον, [[ομότεχνος]] κάποιου· με γεν., [[σύντροφος]] ή [[συνεργάτης]] κάποιου, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύντεχνος:''' ὁ и товарищ по мастерству Arph., Plat.
|lstext='''σύντεχνος''': , , [[ὁμότεχνος]], τὴν αὐτὴν τέχνην ἀσκῶν, [[σύντροφος]] ἐν τῇ [[τέχνη]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 226· μετὰ γεν., ὁ [[σύντροφος]] ἢ [[συνεργάτης]] τινός, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 763· ἡ [[Ἀθηνᾶ]] λέγεται [[σύντεχνος]] τοῦ Ἡφαίστου, Πλάτ. Πολιτ. 274C. Ἐν Ideler Phys. 2. 210, ὡς ἐπίθετ. [[σύντεχνος]], η, ον.
}}
{{elnl
|elnltext=σύντεχνος -ον [σύν, τέχνη] vakgenoot.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σύν-τεχνος, ὁ, ἡ, [[τέχνη]]<br />practising the [[same]] art, c. gen. one's [[mate]] or [[fellow]]-[[workman]], Ar.
|mdlsjtxt=σύν-τεχνος, ὁ, ἡ, [[τέχνη]]<br />practising the [[same]] art, c. gen. one's [[mate]] or [[fellow]]-[[workman]], Ar.
}}
}}

Revision as of 22:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύντεχνος Medium diacritics: σύντεχνος Low diacritics: σύντεχνος Capitals: ΣΥΝΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: sýntechnos Transliteration B: syntechnos Transliteration C: syntechnos Beta Code: su/ntexnos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, fellow-craftsman, Ar.Fr.183: c. gen., Id.Ra.763; Athena is the σύντεχνος of Hephaestus, Pl.Plt.274c:—as Adj. σύντεχνος, ον, πῦρ Ael.Fr.101.

German (Pape)

[Seite 1035] ὁ, ἡ, dieselbe Kunst mit ausübend, Kunstgenosse, Ar. Ran. 762; Plat. Polit. 274 c heißt Athene die σύντεχνος des Hephästus.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui exerce la même profession que, gén..
Étymologie: σύν, τέχνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύντεχνος -ον [σύν, τέχνη] vakgenoot.

Russian (Dvoretsky)

σύντεχνος: ὁ и ἡ товарищ по мастерству Arph., Plat.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΑ
1. ομότεχνος
2. (γενικά) σύντροφος, συνεργάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ἔν-τεχνος].

Greek Monotonic

σύντεχνος: ὁ, ἡ (τέχνη), αυτός που εξασκεί την ίδια τέχνη με κάποιον άλλον, ομότεχνος κάποιου· με γεν., σύντροφος ή συνεργάτης κάποιου, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σύντεχνος: ὁ, ἡ, ὁμότεχνος, τὴν αὐτὴν τέχνην ἀσκῶν, σύντροφος ἐν τῇ τέχνη, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 226· μετὰ γεν., ὁ σύντροφοςσυνεργάτης τινός, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 763· ἡ Ἀθηνᾶ λέγεται σύντεχνος τοῦ Ἡφαίστου, Πλάτ. Πολιτ. 274C. Ἐν Ideler Phys. 2. 210, ὡς ἐπίθετ. σύντεχνος, η, ον.

Middle Liddell

σύν-τεχνος, ὁ, ἡ, τέχνη
practising the same art, c. gen. one's mate or fellow-workman, Ar.