τυφογέρων: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=οντος (ὁ) :<br />vieil imbécile <i>litt.</i> vieillard dont l'esprit est émoussé.<br />'''Étymologie:''' [[τῦφος]], [[γέρων]]. | |btext=οντος (ὁ) :<br />vieil imbécile <i>litt.</i> vieillard dont l'esprit est émoussé.<br />'''Étymologie:''' [[τῦφος]], [[γέρων]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=τυφογέρων -οντος, ὁ [τῦφος, γέρων] oude sufferd. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τῡφογέρων:''' οντος ὁ слабоумный старик Arph. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''τῡφογέρων:''' -οντος, ὁ ([[τύφω]]), [[ανόητος]] και [[μωρός]] γέρος, του οποίου το [[μυαλό]] είναι σκοτισμένο και συγκεχυμένο από την [[ηλικία]], ξεκουτιασμένος, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''τῡφογέρων:''' -οντος, ὁ ([[τύφω]]), [[ανόητος]] και [[μωρός]] γέρος, του οποίου το [[μυαλό]] είναι σκοτισμένο και συγκεχυμένο από την [[ηλικία]], ξεκουτιασμένος, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''τυφογέρων''': -οντος, ([[τύφω]]) [[ἀνόητος]] καὶ μωρὸς [[γέρων]], τοῦ ὁποίου ὁ [[νοῦς]] [[εἶναι]] ἐσκοτισμένος καὶ συγκεχυμένος ἐκ τῆς ἡλικίας, «ξεκουτιασμένος» (πρβλ. [[τυφεδανός]]), [[τυφογέρων]] εἶ κἀνάρμοστος Ἀριστοφ. Νεφ. 908, Λυσιστρ. 335· - [[ἴσως]] μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξ. [[τυμβογέρων]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τῡφο-[[γέρων]], οντος, [[τύφω]]<br />an old man dim and [[dull]] with age, a [[dullard]], [[dotard]], Ar. | |mdlsjtxt=τῡφο-[[γέρων]], οντος, [[τύφω]]<br />an old man dim and [[dull]] with age, a [[dullard]], [[dotard]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 2 October 2022
English (LSJ)
οντος, ὁ, (τῦφος) silly old man, dotard, Ar.Nu.908 (anap.); τ. ἄνδρες Id.Lys.335 (lyr.):—perhaps with a play on τυμβογέρων.
German (Pape)
[Seite 1166] οντος, ὁ, ein kindischer, geistesschwacher Alter, dessen Verstand durch hohes Alter verdunkelt, gleichsam in Rauch u. Dunst gehüllt ist; Ar. Nubb. 898, Schol. μάταιος, κενόδοξος; Lys. 335, Schol. τετυφωμένος (vgl. τυφεδανός). Andere erklären ein Greis, der dem Scheiterhaufen, d. i. dem Grabe nahe ist.
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
vieil imbécile litt. vieillard dont l'esprit est émoussé.
Étymologie: τῦφος, γέρων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυφογέρων -οντος, ὁ [τῦφος, γέρων] oude sufferd.
Russian (Dvoretsky)
τῡφογέρων: οντος ὁ слабоумный старик Arph.
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, Α
ξεμωραμένος, ξεκουτιάρης γέρος («τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος + γέρων.
Greek Monotonic
τῡφογέρων: -οντος, ὁ (τύφω), ανόητος και μωρός γέρος, του οποίου το μυαλό είναι σκοτισμένο και συγκεχυμένο από την ηλικία, ξεκουτιασμένος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
τυφογέρων: -οντος, (τύφω) ἀνόητος καὶ μωρὸς γέρων, τοῦ ὁποίου ὁ νοῦς εἶναι ἐσκοτισμένος καὶ συγκεχυμένος ἐκ τῆς ἡλικίας, «ξεκουτιασμένος» (πρβλ. τυφεδανός), τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος Ἀριστοφ. Νεφ. 908, Λυσιστρ. 335· - ἴσως μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξ. τυμβογέρων.
Middle Liddell
τῡφο-γέρων, οντος, τύφω
an old man dim and dull with age, a dullard, dotard, Ar.