ψάμμινος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=η, ον :<br />de sable.<br />'''Étymologie:''' [[ψάμμος]].
|btext=η, ον :<br />de sable.<br />'''Étymologie:''' [[ψάμμος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ψάμμῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐξ ἄμμου πεποιημένος ἢ ἐν τῇ ἄμμῳ ὤν, [[ἀμμώδης]], Ἡρόδ. 2. 99, Φιλόστρ. 699.
|elnltext=ψάμμινος -η -ον [ψάμμος] zanderig.
}}
{{elru
|elrutext='''ψάμμῐνος:''' [[песчаный]] ([[οὖρος]] Her.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ψάμμῐνος:''' -η, -ον ([[ψάμμος]]), αυτός που έχει φτιαχτεί από άμμο, [[αμμώδης]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ψάμμῐνος:''' -η, -ον ([[ψάμμος]]), αυτός που έχει φτιαχτεί από άμμο, [[αμμώδης]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ψάμμῐνος:''' [[песчаный]] ([[οὖρος]] Her.).
|lstext='''ψάμμῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐξ ἄμμου πεποιημένος ἢ ἐν τῇ ἄμμῳ ὤν, [[ἀμμώδης]], Ἡρόδ. 2. 99, Φιλόστρ. 699.
}}
{{elnl
|elnltext=ψάμμινος -η -ον [ψάμμος] zanderig.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψάμμῐνος, η, ον [[ψάμμος]]<br />of [[sand]], [[sandy]], Hdt.
|mdlsjtxt=ψάμμῐνος, η, ον [[ψάμμος]]<br />of [[sand]], [[sandy]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 22:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψάμμῐνος Medium diacritics: ψάμμινος Low diacritics: ψάμμινος Capitals: ΨΑΜΜΙΝΟΣ
Transliteration A: psámminos Transliteration B: psamminos Transliteration C: psamminos Beta Code: ya/mminos

English (LSJ)

η, ον, of sand, sandy, Hdt.2.99, Philostr.Her.3.4.

German (Pape)

[Seite 1391] von Sand, im Sande, sandig, Her. 2, 99.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de sable.
Étymologie: ψάμμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψάμμινος -η -ον [ψάμμος] zanderig.

Russian (Dvoretsky)

ψάμμῐνος: песчаный (οὖρος Her.).

Greek Monolingual

-ίνη -ον, Α
αυτός που αποτελείται από άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλ-ινος)].

Greek Monotonic

ψάμμῐνος: -η, -ον (ψάμμος), αυτός που έχει φτιαχτεί από άμμο, αμμώδης, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

ψάμμῐνος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἄμμου πεποιημένος ἢ ἐν τῇ ἄμμῳ ὤν, ἀμμώδης, Ἡρόδ. 2. 99, Φιλόστρ. 699.

Middle Liddell

ψάμμῐνος, η, ον ψάμμος
of sand, sandy, Hdt.