κακόβιος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a une vie rude <i>ou</i> besogneuse;<br /><i>Sp.</i> κακοβιώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[βίος]].
|btext=ος, ον :<br />qui a une vie rude <i>ou</i> besogneuse;<br /><i>Sp.</i> κακοβιώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[βίος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κακόβιος -ον [κακός, βίος] in ellende levend.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκόβιος:''' [[ведущий тяжелую жизнь]], [[влачащий жалкое существование]] (Θρήϊκες Her.; [[Πέρσαι]] Xen.; αἱ ἀκανθίδες Arst.; [[ἄνθρωπος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκόβιος:''' -ον, αυτός που ζει με στερήσεις ή φτωχικά, σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''κᾰκόβιος:''' -ον, αυτός που ζει με στερήσεις ή φτωχικά, σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=κακόβιος -ον [κακός, βίος] in ellende levend.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκόβιος:''' [[ведущий тяжелую жизнь]], [[влачащий жалкое существование]] (Θρήϊκες Her.; [[Πέρσαι]] Xen.; αἱ ἀκανθίδες Arst.; [[ἄνθρωπος]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκό-βιος, ον<br />[[living]] ill or [[poorly]], Hdt., Xen.
|mdlsjtxt=κᾰκό-βιος, ον<br />[[living]] ill or [[poorly]], Hdt., Xen.
}}
}}

Revision as of 23:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόβῐος Medium diacritics: κακόβιος Low diacritics: κακόβιος Capitals: ΚΑΚΟΒΙΟΣ
Transliteration A: kakóbios Transliteration B: kakobios Transliteration C: kakovios Beta Code: kako/bios

English (LSJ)

ον, living poorly, living a hard life, Hdt.4.95, X.Cyr.7.5.67 (Sup.), Arist.HA616b31, Str.17.2.1.

German (Pape)

[Seite 1299] schlecht, kümmerlich lebend, Her. 4, 95; im superl., Xen. Cyr. 7, 5, 67; Folgde.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une vie rude ou besogneuse;
Sp. κακοβιώτατος.
Étymologie: κακός, βίος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόβιος -ον [κακός, βίος] in ellende levend.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόβιος: ведущий тяжелую жизнь, влачащий жалкое существование (Θρήϊκες Her.; Πέρσαι Xen.; αἱ ἀκανθίδες Arst.; ἄνθρωπος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόβιος: -ον, ζῶν πενιχρῶς, διάγων βίον πλήρη στερήσεων, Ἡρόδ. 4. 95, Ξεν. Κύρ. 7. 5. 67, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, Στράβ. 821.

Greek Monolingual

κακόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει ζωή γεμάτη στερήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. ισόβιος, μεσόβιος].

Greek Monotonic

κᾰκόβιος: -ον, αυτός που ζει με στερήσεις ή φτωχικά, σε Ηρόδ., Ξεν.

Middle Liddell

κᾰκό-βιος, ον
living ill or poorly, Hdt., Xen.