παροινικός: Difference between revisions

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui est ivre et commet des inconvenances ; addict au vin.<br />'''Étymologie:''' [[πάροινος]].
|btext=ή, όν :<br />qui est ivre et commet des inconvenances ; addict au vin.<br />'''Étymologie:''' [[πάροινος]].
}}
{{elnl
|elnltext=παροινικός -ή -όν [πάροινος] stomdronken, zwaar onder invloed.
}}
{{elru
|elrutext='''παροινικός:''' [[пьяный]], [[бесчинствующий во хмелю]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παροινικός:''' -ή, -όν, εθισμένος στο [[κρασί]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''παροινικός:''' -ή, -όν, εθισμένος στο [[κρασί]], σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=παροινικός -ή -όν [πάροινος] stomdronken, zwaar onder invloed.
}}
{{elru
|elrutext='''παροινικός:''' [[пьяный]], [[бесчинствующий во хмелю]] Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παροινικός]], ή, όν<br />addicted to [[wine]], Ar.
|mdlsjtxt=[[παροινικός]], ή, όν<br />addicted to [[wine]], Ar.
}}
}}

Revision as of 23:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροινικός Medium diacritics: παροινικός Low diacritics: παροινικός Capitals: ΠΑΡΟΙΝΙΚΟΣ
Transliteration A: paroinikós Transliteration B: paroinikos Transliteration C: paroinikos Beta Code: paroiniko/s

English (LSJ)

ή, όν, addicted to wine, drunken: Sup. παροινικώτατος Ar. V.1300.

German (Pape)

[Seite 525] ή, όν, = παροίνιος, Ar. Vesp. 1300 im superl.; adv. παροινικῶς, Cic. ad Att. 10, 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui est ivre et commet des inconvenances ; addict au vin.
Étymologie: πάροινος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροινικός -ή -όν [πάροινος] stomdronken, zwaar onder invloed.

Russian (Dvoretsky)

παροινικός: пьяный, бесчинствующий во хмелю Arph.

Greek (Liddell-Scott)

παροινικός: -ή, -όν, ὁ παραδεδομένος εἰς τὸν οἶνον, μέθυσος, Λατ. temulentus, παροινικώτατος Ἀριστοφ. Σφ. 1300. Ἐπίρρ. -κῶς, Κικ. πρ. Ἀττ. 10. 10, 1.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πάροινος
οινοπότης, μέθυσος ή αυτός που ασχημονεί στο μεθύσι του.
επίρρ...
παροινικῶς Α
με συμπεριφορά μέθυσου, ασχημονώντας σαν μέθυσος.

Greek Monotonic

παροινικός: -ή, -όν, εθισμένος στο κρασί, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

παροινικός, ή, όν
addicted to wine, Ar.