προηγεμών: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=όνος (ὁ) :<br />conducteur, chef.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἡγεμών]].
|btext=όνος (ὁ) :<br />conducteur, chef.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἡγεμών]].
}}
{{elnl
|elnltext=προηγεμών -όνος, ὁ [προηγέομαι] voorganger, wegwijzer (in een mysteriecultus).
}}
{{elru
|elrutext='''προηγεμών:''' όνος ὁ предводитель ([[ἔξαρχος]] καὶ π. Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προηγεμών:''' -όνος, ὁ, αυτός που οδηγεί, καθοδηγεί ως [[αρχηγός]], [[ηγέτης]], σε Δημ.
|lsmtext='''προηγεμών:''' -όνος, ὁ, αυτός που οδηγεί, καθοδηγεί ως [[αρχηγός]], [[ηγέτης]], σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=προηγεμών -όνος, ὁ [προηγέομαι] voorganger, wegwijzer (in een mysteriecultus).
}}
{{elru
|elrutext='''προηγεμών:''' όνος ὁ предводитель ([[ἔξαρχος]] καὶ π. Dem.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προ-ηγεμών, όνος, ὁ,<br />one who leads as a [[guide]], Dem.
|mdlsjtxt=προ-ηγεμών, όνος, ὁ,<br />one who leads as a [[guide]], Dem.
}}
}}

Revision as of 23:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προηγεμών Medium diacritics: προηγεμών Low diacritics: προηγεμών Capitals: ΠΡΟΗΓΕΜΩΝ
Transliteration A: proēgemṓn Transliteration B: proēgemōn Transliteration C: proigemon Beta Code: prohgemw/n

English (LSJ)

όνος, ὁ, A one who goes before as a guide, Alciphr.3.36. II instructor in the mysteries, D.18.260.

German (Pape)

[Seite 722] όνος, ὁ, vorangehender Führer, καὶ ἔξαρχος Dem. 18, 260.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ) :
conducteur, chef.
Étymologie: πρό, ἡγεμών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προηγεμών -όνος, ὁ [προηγέομαι] voorganger, wegwijzer (in een mysteriecultus).

Russian (Dvoretsky)

προηγεμών: όνος ὁ предводитель (ἔξαρχος καὶ π. Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

προηγεμών: -όνος, ὁ προπορευόμενος ὡς ὁδηγός, Δημ. 313. 27.

Greek Monolingual

-όνος, ὁ, Α
1. αυτός που προπορεύεται ως οδηγός
2. αυτός που εισάγει στα μυστήρια.

Greek Monotonic

προηγεμών: -όνος, ὁ, αυτός που οδηγεί, καθοδηγεί ως αρχηγός, ηγέτης, σε Δημ.

Middle Liddell

προ-ηγεμών, όνος, ὁ,
one who leads as a guide, Dem.