πολύθριξ: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ύτριχος (ὁ, ἡ)<br />aux cheveux <i>ou</i> aux poils abondants.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θρίξ]].
|btext=ύτριχος (ὁ, ἡ)<br />aux cheveux <i>ou</i> aux poils abondants.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θρίξ]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολύθριξ -τριχος [πολύς, θρίξ] met veel haar.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύθριξ:''' τρῐχος adj. с густыми волосами, пышнокудрый ([[παρθένος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύθριξ:''' -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[πολλά]] μαλλιά, δασύ [[τρίχωμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πολύθριξ:''' -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[πολλά]] μαλλιά, δασύ [[τρίχωμα]], σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύθριξ -τριχος [πολύς, θρίξ] met veel haar.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύθριξ:''' τρῐχος adj. с густыми волосами, пышнокудрый ([[παρθένος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,<br />with [[much]] [[hair]], Anth.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,<br />with [[much]] [[hair]], Anth.
}}
}}

Revision as of 23:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύθριξ Medium diacritics: πολύθριξ Low diacritics: πολύθριξ Capitals: ΠΟΛΥΘΡΙΞ
Transliteration A: polýthrix Transliteration B: polythrix Transliteration C: polythriks Beta Code: polu/qric

English (LSJ)

-τριχος, ὁ, ἡ, with much hair, of persons, AP 6.276 (Antip.); οὐρά Gp. 17.2.1. Subst., = ἀδίαντον, Plin. HN 25.132.

German (Pape)

[Seite 663] ὁ, ἡ, mit vielen Haaren, Sp.

French (Bailly abrégé)

ύτριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux ou aux poils abondants.
Étymologie: πολύς, θρίξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύθριξ -τριχος [πολύς, θρίξ] met veel haar.

Russian (Dvoretsky)

πολύθριξ: τρῐχος adj. с густыми волосами, пышнокудрый (παρθένος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς τρίχας, Ἀνθ. Π. 6. 276, Γεωπ. 17. 2, 1.

Greek Monolingual

-τριχος, ΜΑ
βλ. πολύτριχος.

Greek Monotonic

πολύθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πολλά μαλλιά, δασύ τρίχωμα, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολύ-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,
with much hair, Anth.