σκιραφεῖον: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />lieu où on joue aux dés, maison de jeu.<br />'''Étymologie:''' [[σκίραφος]].
|btext=ου (τό) :<br />lieu où on joue aux dés, maison de jeu.<br />'''Étymologie:''' [[σκίραφος]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκιραφεῖον -ου, τό [σκίραφος: dobbelbeker] plaats waar je kunt dobbelen: speelhol, speelhuis.
}}
{{elru
|elrutext='''σκῑρᾰφεῖον:''' τό [[игорный дом]] Isocr., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκῑρᾰφεῖον:''' τό, το [[μέρος]] όπου παίζονται [[τυχερά]] παιχνίδια ή ζάρια, σε Ισοκρ.
|lsmtext='''σκῑρᾰφεῖον:''' τό, το [[μέρος]] όπου παίζονται [[τυχερά]] παιχνίδια ή ζάρια, σε Ισοκρ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκιραφεῖον -ου, τό [σκίραφος: dobbelbeker] plaats waar je kunt dobbelen: speelhol, speelhuis.
}}
{{elru
|elrutext='''σκῑρᾰφεῖον:''' τό [[игорный дом]] Isocr., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκῑρᾰφεῖον, ου, τό,<br />a [[gambling]]-[[house]], Isocr. (from [[σκίραφος]])
|mdlsjtxt=σκῑρᾰφεῖον, ου, τό,<br />a [[gambling]]-[[house]], Isocr. (from [[σκίραφος]])
}}
}}

Revision as of 00:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῑρᾰφεῖον Medium diacritics: σκιραφεῖον Low diacritics: σκιραφείον Capitals: ΣΚΙΡΑΦΕΙΟΝ
Transliteration A: skirapheîon Transliteration B: skirapheion Transliteration C: skirafeion Beta Code: skirafei=on

English (LSJ)

(in codd. sometimes σκιράφιον), τό, gambling house, gambling-house, Isoc.7.48, 15.287, Theopomp.Hist.221.

German (Pape)

[Seite 899] τό, auch σκειραφεῖον, Ort, wo man zum Würfelspielen zusammenkommt; οὐκ ἐν τοῖς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον, Isocr. 7, 48; VLL., die κυβευτήριον erkl., Poll. 9, 96.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu où on joue aux dés, maison de jeu.
Étymologie: σκίραφος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιραφεῖον -ου, τό [σκίραφος: dobbelbeker] plaats waar je kunt dobbelen: speelhol, speelhuis.

Russian (Dvoretsky)

σκῑρᾰφεῖον: τό игорный дом Isocr., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

σκῑρᾰφεῖον: (ἐν Ἀντιγράφ. ἐνίοτε σκιράφιον), τό, τόπος ἔνθα παίζουσι τοὺς κύβους, κυβευτήριον, Ἰσοκρ. 149C, π. Ἀντιδ. § 306, πρβλ. Ἄμφιδα ἐν «Κυβευταῖς» 1, Θεοπόμπ. Ἱστ. 254. ― Ἐντεῦθεν, σκῑραφεία, ἡ, τὸ κυβεύειν, ἡ, κυβεία, Γλωσσ.

Greek Monolingual

και σκιράφιον, τὸ, Α σκίραφος
τόπος όπου έπαιζαν κύβους, ζάρια, το κυβευτήριον («οὐκ ἐν τοῖς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον», Ισοκρ.).

Greek Monotonic

σκῑρᾰφεῖον: τό, το μέρος όπου παίζονται τυχερά παιχνίδια ή ζάρια, σε Ισοκρ.

Middle Liddell

σκῑρᾰφεῖον, ου, τό,
a gambling-house, Isocr. (from σκίραφος)