κρωβυλώδης: Difference between revisions
From LSJ
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />semblable à un toupet.<br />'''Étymologie:''' [[κρωβύλος]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br />semblable à un toupet.<br />'''Étymologie:''' [[κρωβύλος]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κρωβυλώδης -ες [κρωβύλος] als een haarknot. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρωβυλώδης:''' [[похожий на чуб]] ([[πλοκή]] Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρωβυλώδης]], -ῶδες (Α) [[κρωβύλος]]<br />αυτός που μοιάζει με κρωβύλο, με κότσο, με [[πλεξίδα]] [[κόμης]] («πλακοῦντα ἐξ ἐντέρων κρωβυλώδη τὴν πλοκήν», <b>Λουκιαν.</b>). | |mltxt=[[κρωβυλώδης]], -ῶδες (Α) [[κρωβύλος]]<br />αυτός που μοιάζει με κρωβύλο, με κότσο, με [[πλεξίδα]] [[κόμης]] («πλακοῦντα ἐξ ἐντέρων κρωβυλώδη τὴν πλοκήν», <b>Λουκιαν.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:11, 3 October 2022
English (LSJ)
ες, like the κρωβύλος, Luc.Lex.13.
German (Pape)
[Seite 1517] ες, dem Vorigen ähnlich, πλοκή Luc. Lexiph. 13.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
semblable à un toupet.
Étymologie: κρωβύλος, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρωβυλώδης -ες [κρωβύλος] als een haarknot.
Russian (Dvoretsky)
κρωβυλώδης: похожий на чуб (πλοκή Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
κρωβῠλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κρώβυλον, Λουκ. Λεξιφ. 13.
Greek Monolingual
κρωβυλώδης, -ῶδες (Α) κρωβύλος
αυτός που μοιάζει με κρωβύλο, με κότσο, με πλεξίδα κόμης («πλακοῦντα ἐξ ἐντέρων κρωβυλώδη τὴν πλοκήν», Λουκιαν.).