βοηθητικός: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />secourable : τινι à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[βοηθέω]].
|btext=ή, όν :<br />secourable : τινι à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[βοηθέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βοηθητικός]] -ή -όν [[βοηθέω]] behulpzaam; met dat..; β. τοῖς πένησι de armen behulpzaam Plut. Sol. 29.2; met [[πρός]] + acc.. πρὸς [[τὰς]] μικρὰς ἀδικίας [[βοηθητικός]] helpend tegen kleine vergrijpen Aristot. Pol. 1267a16.
}}
{{elru
|elrutext='''βοηθητικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[готовый оказать помощь]] (ἔν τινι Arst.; τοῖς πένησι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[несущий помощь]], [[действенный]] (πρὸς τὰς καλὰς πράξεις Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[защищающий]], [[ограждающий]], [[предохраняющий]] (πρὸς τὰς ἀδικίας Arst.; πρὸς τὴν κολακείαν Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βοηθητικός]], -ή, -όν) [[βοηθώ]]<br />[[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να βοηθήσει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που υποβοηθεί, που έχει δευτερεύουσα [[σημασία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[βοηθητικός]]<br />ο [[στρατιώτης]] που λόγω κάποιου προβλήματος υγείας δεν κατατάσσεται στους μάχιμους [[αλλά]] εκτελεί βοηθητικές υπηρεσίες<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> «βοηθητικά ρήματα» — όσα χρησιμεύουν για σχηματισμό των περιφραστικών χρόνων όλων των άλλων ρημάτων (π.χ. <i>έχω</i> γράψει, [[είμαι]] [[γραμμένος]]).
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βοηθητικός]], -ή, -όν) [[βοηθώ]]<br />[[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να βοηθήσει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που υποβοηθεί, που έχει δευτερεύουσα [[σημασία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[βοηθητικός]]<br />ο [[στρατιώτης]] που λόγω κάποιου προβλήματος υγείας δεν κατατάσσεται στους μάχιμους [[αλλά]] εκτελεί βοηθητικές υπηρεσίες<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> «βοηθητικά ρήματα» — όσα χρησιμεύουν για σχηματισμό των περιφραστικών χρόνων όλων των άλλων ρημάτων (π.χ. <i>έχω</i> γράψει, [[είμαι]] [[γραμμένος]]).
}}
{{elru
|elrutext='''βοηθητικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[готовый оказать помощь]] (ἔν τινι Arst.; τοῖς πένησι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[несущий помощь]], [[действенный]] (πρὸς τὰς καλὰς πράξεις Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[защищающий]], [[ограждающий]], [[предохраняющий]] (πρὸς τὰς ἀδικίας Arst.; πρὸς τὴν κολακείαν Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=[[βοηθητικός]] -ή -όν [[βοηθέω]] behulpzaam; met dat..; β. τοῖς πένησι de armen behulpzaam Plut. Sol. 29.2; met [[πρός]] + acc.. πρὸς [[τὰς]] μικρὰς ἀδικίας [[βοηθητικός]] helpend tegen kleine vergrijpen Aristot. Pol. 1267a16.
}}
}}

Revision as of 11:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοηθητικός Medium diacritics: βοηθητικός Low diacritics: βοηθητικός Capitals: ΒΟΗΘΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: boēthētikós Transliteration B: boēthētikos Transliteration C: voithitikos Beta Code: bohqhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, ready or able to help, serviceable, τινί Arist. Rh.1374a24; τοῖς πένησι Plu.Sol.29; τῶν δεομένων Diotog. ap. Stob. 4.7.62; πρός τι so as to keep it off, Arist.Pol.1267a16; or towards promoting it, Id.HA515b9: Comp. -ώτερον, τὸ ἄρρεν τοῦ θήλεος ib. 608b15: Sup. -ώτατος Iamb.VP25.111.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1dispuesto a ayudar, servicial de pers. y anim., c. dat. τοῖς φίλοις Arist.Rh.1374a24, τοῖς πένησι Plu.Sol.29, βοηθητικώτερον ... τὸ ἄρρεν τοῦ θήλεος Arist.HA 608b15
c. gen. de cosa τῶν δεομένων Diotog.p.75
no de pers. eficaz, útil πρὸς τὰς μικρὰς ἀδικίας contra las pequeñas injusticias Arist.Pol.1267a16, πρὸς τὴν ἰσχὺν para tener fuerza Arist.HA 515b9, πρὸς ἀθυμίας de la música, Iambl.VP 111.
2 subst. τὰ βοηθητικά honorarios del βοηθός o asistente del funcionario egipcio llamado πολιτευόμενος PMich.624.5 (VI d.C.).
II adv. -ῶς con ánimo de ayudar Eust.708.42.

German (Pape)

[Seite 451] zum Helfen bereit od. tüchtig, hülfreich; τινί Arist. rhet. 1, 13; Plut. Thes. 36 Sol. 29 u. öfter; πρός τι Arist. pol. 2, 4, 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
secourable : τινι à qqn.
Étymologie: βοηθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοηθητικός -ή -όν βοηθέω behulpzaam; met dat..; β. τοῖς πένησι de armen behulpzaam Plut. Sol. 29.2; met πρός + acc.. πρὸς τὰς μικρὰς ἀδικίας βοηθητικός helpend tegen kleine vergrijpen Aristot. Pol. 1267a16.

Russian (Dvoretsky)

βοηθητικός:
1) готовый оказать помощь (ἔν τινι Arst.; τοῖς πένησι Plut.);
2) несущий помощь, действенный (πρὸς τὰς καλὰς πράξεις Arst.);
3) защищающий, ограждающий, предохраняющий (πρὸς τὰς ἀδικίας Arst.; πρὸς τὴν κολακείαν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

βοηθητικός: -ή, -όν, ἕτοιμος ἢ ἱκανὸς νὰ βοηθήσῃ, ὠφέλιμος, χρήσιμος, τινι Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 12 · πρός τι, οὕτως ὥστε νὰ ἀποκρούσῃ αὐτό, ὁ αὐτ. Πολ. 2. 7, 13 · ἢ ὅπως ὑποβοηθήσῃ τὴν ἐκτέλεσιν αὐτοῦ, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 3. 5, 4.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βοηθητικός, -ή, -όν) βοηθώ
κατάλληλος ή ικανός να βοηθήσει
νεοελλ.
1. εκείνος που υποβοηθεί, που έχει δευτερεύουσα σημασία
2. το αρσ. ως ουσ. ο βοηθητικός
ο στρατιώτης που λόγω κάποιου προβλήματος υγείας δεν κατατάσσεται στους μάχιμους αλλά εκτελεί βοηθητικές υπηρεσίες
3. γραμμ. «βοηθητικά ρήματα» — όσα χρησιμεύουν για σχηματισμό των περιφραστικών χρόνων όλων των άλλων ρημάτων (π.χ. έχω γράψει, είμαι γραμμένος).