κτήσιππος: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui possède des chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[κτάομαι]], [[ἵππος]].
|btext=ος, ον :<br />qui possède des chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[κτάομαι]], [[ἵππος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κτήσιππος -ον [κτάομαι, ἵππος] die paarden bezit.
}}
{{elru
|elrutext='''κτήσιππος:''' [[владеющий конями]] Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κτήσιππος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αποκτήσει, που κατέχει ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτησ</i>- του <i>κτῶμαι</i> ([[πρβλ]]. <i>κτήσις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] ([[πρβλ]]. [[ζεύξιππος]], [[κρατήσιππος]]). Η λ. [[είναι]] σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]].
|mltxt=[[κτήσιππος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αποκτήσει, που κατέχει ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτησ</i>- του <i>κτῶμαι</i> ([[πρβλ]]. <i>κτήσις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] ([[πρβλ]]. [[ζεύξιππος]], [[κρατήσιππος]]). Η λ. [[είναι]] σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''κτήσιππος:''' [[владеющий конями]] Luc.
}}
{{elnl
|elnltext=κτήσιππος -ον [κτάομαι, ἵππος] die paarden bezit.
}}
}}

Revision as of 11:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτήσιππος Medium diacritics: κτήσιππος Low diacritics: κτήσιππος Capitals: ΚΤΗΣΙΠΠΟΣ
Transliteration A: ktḗsippos Transliteration B: ktēsippos Transliteration C: ktisippos Beta Code: kth/sippos

English (LSJ)

ον, possessing horses, pr. n. in Od., cf. Luc.Fug.26.

German (Pape)

[Seite 1519] Pferde besitzend, vgl. Luc. Fugit. 26. – S. Nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui possède des chevaux.
Étymologie: κτάομαι, ἵππος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτήσιππος -ον [κτάομαι, ἵππος] die paarden bezit.

Russian (Dvoretsky)

κτήσιππος: владеющий конями Luc.

Greek (Liddell-Scott)

κτήσιππος: -ον, ἔχων ἵππους· κύρ. ὄνομ. ἐν τῇ Ὀδ., πρβλ. Λουκ. Δραπ. 26.

Greek Monolingual

κτήσιππος, -ον (Α)
αυτός που έχει αποκτήσει, που κατέχει ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτησ- του κτῶμαι (πρβλ. κτήσις) + ἵππος (πρβλ. ζεύξιππος, κρατήσιππος). Η λ. είναι σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος].