στρατήγημα: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />manœuvre de guerre, <i>particul.</i> stratagème, ruse de guerre.<br />'''Étymologie:''' [[στρατηγέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />manœuvre de guerre, <i>particul.</i> stratagème, ruse de guerre.<br />'''Étymologie:''' [[στρατηγέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στρατήγημα -ατος, τό [στρατηγέω] strategische zet, krijgslist.
}}
{{elru
|elrutext='''στρᾰτήγημα:''' ατος τό действие (распоряжение) главнокомандующего, т. е. стратегический маневр Xen., Isocr., Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στρᾰτήγημα:''' -ατος, τό, [[πράξη]] στρατηγού, [[ιδίως]] [[πράξη]] στρατηγικής ευφυίας, στρατηγικό [[τέχνασμα]], σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''στρᾰτήγημα:''' -ατος, τό, [[πράξη]] στρατηγού, [[ιδίως]] [[πράξη]] στρατηγικής ευφυίας, στρατηγικό [[τέχνασμα]], σε Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''στρᾰτήγημα:''' ατος τό действие (распоряжение) главнокомандующего, т. е. стратегический маневр Xen., Isocr., Polyb.
}}
{{elnl
|elnltext=στρατήγημα -ατος, τό [στρατηγέω] strategische zet, krijgslist.
}}
}}

Revision as of 11:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτήγημα Medium diacritics: στρατήγημα Low diacritics: στρατήγημα Capitals: ΣΤΡΑΤΗΓΗΜΑ
Transliteration A: stratḗgēma Transliteration B: stratēgēma Transliteration C: stratigima Beta Code: strath/ghma

English (LSJ)

ατος, τό, A act of a general, esp. piece of generalship, stratagem, X.Mem.3.5.22 (pl.), Isoc. 12.78, Plb.3.18.9, Onos.Praef.7, etc.:—στρατηγήματα was the title of works by Polyaenus and Frontinus; cf. also BMus.Inscr. 1020 (Smyrna, i A.D.). 2 trick, device, Cic.Att.5.2.2, Plu.2.755d; σ. τῶν λόγων trick of speech, D.H.Rh.9.8.

German (Pape)

[Seite 951] τό, eine Feldherrnthat, besonders eine schlaue, dah. die Kriegslist, Xen. Mem. 3, 5, 22; Pol. 8, 78, 1 u. öfter, u. Sp., wie Luc. Dem. enc. 35.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
manœuvre de guerre, particul. stratagème, ruse de guerre.
Étymologie: στρατηγέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρατήγημα -ατος, τό [στρατηγέω] strategische zet, krijgslist.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτήγημα: ατος τό действие (распоряжение) главнокомандующего, т. е. стратегический маневр Xen., Isocr., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτήγημα: τό, πρᾶξις στρατηγοῦ, ἰδίως, πρᾶξις εὐφυΐας στρατηγικῆς, τέχνασμα στρατηγικόν, πανουργία, δόλος, Ξεν. Ἀπομν. 5. 5, 22, Ἰσοκρ. 248C, Πολύβ. 3. 18, 9, κτλ.· - στρατηγήματα ἐπιγράφεται ἔργον τι τοῦ Πολυαίνου· οὕτω στρατηγηματικὰ ἕτερον τοῦ Φροντίνου.

Greek Monolingual

το, ΝΑ στρατηγώ
1. ενέργεια στρατηγικής ευφυΐας, ευφυές στρατηγικό τέχνασμα, μέτρο για την εξαπάτηση και, αν είναι δυνατόν, κατανίκηση του αντιπάλου
2. μτφ. απατηλός τρόπος ενέργειας, πανουργία
αρχ.
1. ενέργεια στρατηγού
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Στρατηγήματα
τίτλος έργου του Πολυαίνου και του Φροντίνου.

Greek Monotonic

στρᾰτήγημα: -ατος, τό, πράξη στρατηγού, ιδίως πράξη στρατηγικής ευφυίας, στρατηγικό τέχνασμα, σε Ξεν. κ.λπ.