ἁλιάς: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0095.png Seite 95]] άδος, ἡ (ἅλς), zum Meere gehörig; als Subst., sc. κύμβα, Fischerkahn, Plut. Sol. 9; der sehr klein ist, Diod. S. 3, 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0095.png Seite 95]] άδος, ἡ (ἅλς), zum Meere gehörig; als Subst., sc. κύμβα, Fischerkahn, Plut. Sol. 9; der sehr klein ist, Diod. S. 3, 21.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἁλιάς]] -άδος, ἡ [[ἅλιος]] vissersboot.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁλιάς:''' άδος ἡ (sc. [[ναῦς]] или κύμβα) рыбачья лодка Arst., Plut., Diod.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἁλιὰς (-[[άδος]]), η (Α) [[ἅλιος]]<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτή που προέρχεται από τη [[θάλασσα]] ή ανήκει σ’ αυτήν<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> αλιευτικό [[πλοιάριο]], [[ψαρόβαρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅλιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλιάδης]].<br />[[ἅλιας]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />[[παράλληλος]] [[τύπος]] της λέξης [[ἅλις]].
|mltxt=ἁλιὰς (-[[άδος]]), η (Α) [[ἅλιος]]<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτή που προέρχεται από τη [[θάλασσα]] ή ανήκει σ’ αυτήν<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> αλιευτικό [[πλοιάριο]], [[ψαρόβαρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅλιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλιάδης]].<br />[[ἅλιας]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />[[παράλληλος]] [[τύπος]] της λέξης [[ἅλις]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἁλιάς:''' άδος ἡ (sc. [[ναῦς]] или κύμβα) рыбачья лодка Arst., Plut., Diod.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἁλιάς]] -άδος, ἡ [[ἅλιος]] vissersboot.
}}
}}

Revision as of 11:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιάς Medium diacritics: ἁλιάς Low diacritics: αλιάς Capitals: ΑΛΙΑΣ
Transliteration A: haliás Transliteration B: halias Transliteration C: alias Beta Code: a(lia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (ἅλς) of or belonging to sea: ἁλιάς (sc. κύμβα), ἡ, fishing-boat or bark, Arist.HA533b20, Moschioap.Ath.5.208f, D.S.3.21.

German (Pape)

[Seite 95] άδος, ἡ (ἅλς), zum Meere gehörig; als Subst., sc. κύμβα, Fischerkahn, Plut. Sol. 9; der sehr klein ist, Diod. S. 3, 21.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἁλιάς -άδος, ἡ ἅλιος vissersboot.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιάς: άδος ἡ (sc. ναῦς или κύμβα) рыбачья лодка Arst., Plut., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιάς: ἁλιάδος, ἡ, (ἅλς), ἡ ἐκ τῆς θαλάσσης οὖσα ἢ εἰς τὴν θἀλασσαν ἀνήκουσα· ἁλιὰς (ἐνν. κύμβη), ἡ, ἁλιευτικὸν ἀκάτιονπλοῖον, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 8, 12, Μοσχίων παρ᾿ Ἀθην. 208 F, Διόδ. 3. 21.

Greek Monolingual

ἁλιὰς (-άδος), η (Α) ἅλιος
1. ως επίθ. αυτή που προέρχεται από τη θάλασσα ή ανήκει σ’ αυτήν
2. ως ουσ. αλιευτικό πλοιάριο, ψαρόβαρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλιος.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλιάδης.
ἅλιας επίρρ. (Α)
παράλληλος τύπος της λέξης ἅλις.