θρομβώδης: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />rempli de grumeaux, en grumeaux.<br />'''Étymologie:''' [[θρόμβος]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />rempli de grumeaux, en grumeaux.<br />'''Étymologie:''' [[θρόμβος]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''θρομβώδης:''' [[сгустившийся]], [[полный сгустков]] (ἀφροί Soph.; σπέρματα Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θρομβώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), ο [[γεμάτος]] θρόμβους, πηγμένος, σε Σοφ.
|lsmtext='''θρομβώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), ο [[γεμάτος]] θρόμβους, πηγμένος, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θρομβώδης:''' [[сгустившийся]], [[полный сгустков]] (ἀφροί Soph.; σπέρματα Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θρομβ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like clots, [[clotted]], Soph.
|mdlsjtxt=θρομβ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like clots, [[clotted]], Soph.
}}
}}

Revision as of 12:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρομβώδης Medium diacritics: θρομβώδης Low diacritics: θρομβώδης Capitals: ΘΡΟΜΒΩΔΗΣ
Transliteration A: thrombṓdēs Transliteration B: thrombōdēs Transliteration C: thromvodis Beta Code: qrombw/dhs

English (LSJ)

ες,= θρομβοειδής, οὖρα Hp.Aph.4.69; ἀφροί S.Tr.702; σπέρματα Arist.HA582a31.

German (Pape)

[Seite 1219] ες, zu Klumpen geronnen; ἀφροί Soph. Tr. 699; σπέρματα Arist. H. A. 7, 1; Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
rempli de grumeaux, en grumeaux.
Étymologie: θρόμβος, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

θρομβώδης: сгустившийся, полный сгустков (ἀφροί Soph.; σπέρματα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

θρομβώδης: -ες, θρομβοειδὴς, Ἱππ. Ἀφ. 1252 (ἐπὶ οὔρων) Σοφ. Τρ. 702, Ἀριστ. Ι. Ζ. 7. 1, 19.

Greek Monolingual

-ες (Α θρομβώδης, -ες) θρόμβος
αυτός που είναι γεμάτος θρόμβους, που έχει πήξει σε θρόμβους
νεοελλ.
αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες.
επίρρ...
θρομβωδώς
με θρομβώδη τρόπο.

Greek Monotonic

θρομβώδης: -ες (εἶδος), ο γεμάτος θρόμβους, πηγμένος, σε Σοφ.

Middle Liddell

θρομβ-ώδης, ες εἶδος
like clots, clotted, Soph.