αὐτόφορτος: Difference between revisions

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui porte lui-même (<i>càd</i> sans serviteurs) sa charge;<br /><b>2</b> avec la cargaison même.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui porte lui-même (<i>càd</i> sans serviteurs) sa charge;<br /><b>2</b> avec la cargaison même.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[φέρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτόφορτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[несущий сам]], [[нагруженный]] (στείχων αὐ. τινι Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[вместе со всем грузом]] (ὁλκάδες Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόφορτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει το δικό του φορτίο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που είναι μαζί με το φορτίο, [[ναῦς]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''αὐτόφορτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει το δικό του φορτίο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που είναι μαζί με το φορτίο, [[ναῦς]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτόφορτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[несущий сам]], [[нагруженный]] (στείχων αὐ. τινι Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[вместе со всем грузом]] (ὁλκάδες Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[bearing]] one's own [[baggage]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[cargo]] and all, [[ναῦς]] Plut.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[bearing]] one's own [[baggage]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[cargo]] and all, [[ναῦς]] Plut.
}}
}}

Revision as of 12:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόφορτος Medium diacritics: αὐτόφορτος Low diacritics: αυτόφορτος Capitals: ΑΥΤΟΦΟΡΤΟΣ
Transliteration A: autóphortos Transliteration B: autophortos Transliteration C: aftofortos Beta Code: au)to/fortos

English (LSJ)

ον, A travelling with one's own cargo, S.Fr.251; dub.sense in bearing one's own baggage, A.Ch.675, Cratin.248. II cargo and all, ὁλκάδες Plu.Aem.9, cf. 2.467d.

Spanish (DGE)

-ον
cargado con su propio bagaje de pers. στείχοντα δ' αὐτόφορτον οἰκείᾳ σαγῇ ἐς Ἄργος A.Ch.675, cf. S.Fr.251, Cratin.266
de naves con todo su cargamento ὁλκάδες Plu.Aem.9, cf. 2.467d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui porte lui-même (càd sans serviteurs) sa charge;
2 avec la cargaison même.
Étymologie: αὐτός, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόφορτος:
1) несущий сам, нагруженный (στείχων αὐ. τινι Aesch.);
2) вместе со всем грузом (ὁλκάδες Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόφορτος: -ον, ὁ τὸ ἑαυτοῦ φορτίον φέρων, αὐτοδιάκονος, Αἰσχύλ. Χο. 675, Σοφ. Ἀποσπ. 250, πρβλ. Κρατῖνον ἐν «Χείρωνι» 20. ΙΙ. σύν αὐτῷ τῷ φορτίῳ ναῦς Πλουτ. Αἰμίλ. 9., 2. 467D.

Greek Monolingual

αὐτόφορτος, -ον (AM) φόρτος
(για πλοίο) μαζί με το φορτίο
αρχ.
αυτός που σηκώνει μόνος το φορτίο του.

Greek Monotonic

αὐτόφορτος: -ον, I. αυτός που μεταφέρει το δικό του φορτίο, σε Αισχύλ.
II. αυτός που είναι μαζί με το φορτίο, ναῦς, σε Πλούτ.

Middle Liddell


I. bearing one's own baggage, Aesch.
II. cargo and all, ναῦς Plut.