δίρρυμος: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à deux timons.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[ῥυμός]].
|btext=ος, ον :<br />à deux timons.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[ῥυμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''δίρρῡμος:''' [[с двойным дышлом]] (τέλη Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίρρῡμος:''' -ον, αυτός που έχει [[δύο]] τιμόνια, δηλ. [[τρία]] άλογα, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δίρρῡμος:''' -ον, αυτός που έχει [[δύο]] τιμόνια, δηλ. [[τρία]] άλογα, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίρρῡμος:''' [[с двойным дышлом]] (τέλη Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δίρ-ρῡμος, ον <i>adj</i><br />with two poles, i. e. [[three]] horses, Aesch.
|mdlsjtxt=δίρ-ρῡμος, ον <i>adj</i><br />with two poles, i. e. [[three]] horses, Aesch.
}}
}}

Revision as of 12:39, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίρρῡμος Medium diacritics: δίρρυμος Low diacritics: δίρρυμος Capitals: ΔΙΡΡΥΜΟΣ
Transliteration A: dírrymos Transliteration B: dirrymos Transliteration C: dirrymos Beta Code: di/rrumos

English (LSJ)

ον, with two poles, i. e. three horses, Id.Pers.47 (anap.).

Spanish (DGE)

(δίρρῡμος) -ον
con dos lanzas δίρρυμα ... τέλη escuadrones de carros de dos lanzas op. τρίρρυμος A.Pers.47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux timons.
Étymologie: δίς, ῥυμός.

Russian (Dvoretsky)

δίρρῡμος: с двойным дышлом (τέλη Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δίρρυμος: -ον, ὁ ἔχων δύο ῥυμούς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 47.

Greek Monolingual

δίρρυμος, -ον (Α)
(για άμαξα) αυτή που έχει δύο ρυμούς, δηλ. τρία άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + ρυμός «ο ιμάντας με τον οποίο το άλογο σέρνει την άμαξα»].

Greek Monotonic

δίρρῡμος: -ον, αυτός που έχει δύο τιμόνια, δηλ. τρία άλογα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δίρ-ρῡμος, ον adj
with two poles, i. e. three horses, Aesch.